Σελίδες

Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2014

Νίκος Ξυλούρης:Σαν σήμερα, στις 8 Φεβρουαρίου 1980 έφυγε γιά πάντα από κοντά μας.




Γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγια Ρεθύμνου. Ήταν μόλις πέντε ετών, όταν στις 13 Αυγούστου του 1941 οι γερμανοί κατακτητές εισέβαλαν στο χωριό του και το έκαψαν. Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στην κοιλάδα του Μυλοποτάμου, για να επιστρέψουν στον τόπο τους τρία χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση.


Τα πρώτα χρόνια στα κατεστραμμένα Ανώγια είναι φτωχικά και δύσκολα για την οικογένεια του Νίκου Ξυλούρη, όπως και για όλους τους συγχωριανούς του. Ο ίδιος φεύγει για το Ηράκλειο, για να μάθει γράμματα. Το σχολείο, όμως, τού είναι μάλλον αγγαρεία και ήδη έχει δείξει την κλίση του στη μουσική.

Μια μέρα βλέπει έναν συγγενή του να παίζει λύρα κι από τότε του καρφώνεται η ιδέα να μάθει αυτό το όργανο. Οι αντιρρήσεις του πατέρα του κάμπτονται από τον δάσκαλό του, που αναγνώρισε από νωρίς το ταλέντο του. Έτσι, σε ηλικία μόλις 10 ετών, αποκτά την πρώτη του λύρα, σταματά το σχολείο στην Γ’ Δημοτικού και μετά από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο, ξεκινά να βγάλει το ψωμί του παίζοντας σε γάμους, βαφτίσια και γιορτές, σ’ όλη την Κρήτη.
Το 1953 ο 17χρονος Νίκος αφήνει πίσω το χωριό του, για να εγκατασταθεί στο Ηράκλειο. Πιάνει δουλειά στο κέντρο «Κάστρο» και με τα λεφτά που παίρνει πληρώνει ίσα ίσα το ενοίκιο για την κάμαρά του. Έχει ν’ αντιμετωπίσει τη μουσική της εποχής (ταγκό, βαλς, ρούμπα, σάμπα κλπ), καθώς και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον βλέπουν με καλό μάτι. Οι καλοί φίλοι που έχει αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν, οργανώνοντας γλέντια, και το όνομά του αρχίζει σιγά - σιγά να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό.
Σε μια αποκριάτικη γιορτή βλέπει την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογενείας, και την ερωτεύεται. Για ένα χρόνο της κάνει καντάδα κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της, χωρίς στην πραγματικότητα να έχουν μιλήσει ποτέ. Η ταξική τους διαφορά θα τους αναγκάσει να κλεφτούν και να παντρευτούν κρυφά, στις 21 Μαϊου του 1958.  

Στο μεταξύ, η ανοδική πορεία του συνεχίζεται. Σκοπός του είναι να μάθει ο κόσμος τα τραγούδια της Κρήτης έξω από τα σύνορά της. Το Νοέμβριο του 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Odeon» υπό τον τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά», παίρνοντας ως αμοιβή 150 δραχμές! Ο δίσκος γνωρίζει επιτυχία και η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους, βγάζοντάς τον από τις δύσκολες μέρες.
Το 1966  ο Νίκος Ξυλούρης σ’ ένα διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας,  ανάμεσα σε δεκάδες συγκροτήματα απ’ όλο τον κόσμο παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα. Ο διάσημος για την Κρήτη λυράρης, ύστερα από πολύ κόπο και προσπάθεια, ανοίγει τα φτερά του και γίνεται γνωστός σ’ όλη την Ελλάδα.

Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας η φωνή του Ξυλούρη ξεχωρίζει είτε λέγοντας τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης. Μεταμορφώνεται σε σημαία της αντίστασης και της αγωνιστικότητας Οι ξεχωριστές ερμηνετικές δυνατότητες, το πάθος που τον χαρακτήριζε αλλά και η φυσική παρουσία του Νίκου Ξυλούρη απογείωσαν τη φήμη του και τον έκαναν αγαπητό σε ολόκληρη την ελληνική επικράτεια, σε κάθε άτομο που είχε δημοκρατική αντίληψη και αγωνιστικό παλμό. Σε όλα τα τραγούδια που ερμήνευσε έβαλε τη δική του ανεπανάληπτη σφραγίδα. Μέσα από τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης στο τεταμένο πολιτικό κλίμα, που οδηγεί στην αιματηρή εξέγερση του Πολυτεχνείου. Οι αναφορές για την παρουσία του ηρωικού τραγουδιστή στην εξέγερση, τον μετέτρεψαν σε κόκκινο πανί απέναντι στη φασιστική κυβέρνηση του Γ. Παπαδόπουλου. Έντονη καλλιτεχνική και πολιτικοκοινωνική δραστηριότητα χαρακτηρίζει τον Ν. Ξυλούρη και κατά την περίοδο της μεταπολίτευσης τραγουδώντας το "Καπνισμένο Τσουκάλι" τού Χρήστου Λεοντή.

 Ο Νίκος Ξυλούρης χάθηκε πρόωρα, ήταν μόλις 44 χρόνων. Όμως η φωνή του και τα τραγούδια του θα μείνουν στην καρδιά κάθε αγνού αγωνιστή που προσδοκεί τη δική του λευτεριά, τη δική του εξιλέωση…