Σελίδες

Πέμπτη 6 Φεβρουαρίου 2014

Η βιοηθική στο νομοσχέδιο για την υγεία: ένας «μοδάτος» όρος;

Στο νομοσχέδιο για την υγεία, που κατατέθηκε την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή, η βιοηθική αναφέρεται ως μια από τις βάσεις στις οποίες θα στηριχτεί η νέα νομοθεσία. Όμως, μια προσεκτική ανάγνωση του κειμένου δείχνει ότι ο όρος «βιοηθική» χρησιμοποιείται απλώς κυνικά ως τρόπος νομιμοποίησης μιας θεμελιωδώς άδικης μεταρρύθμισης.
της Δέσποινας Μπίρη

Η βιοηθική, επιγραμματικά, περιλαμβάνει τη μελέτη, την πρόβλεψη και την αντιμετώπιση ηθικών ερωτημάτων που προκύπτουν κατά την ιατρική πράξη, καθώς και κατά την έρευνα, την εφαρμογή νέων τεχνολογιών και μεταρρυθμιστικών πολιτικών στην υπηρεσία της ανθρώπινης υγείας.
Ας δούμε, προχωρώντας, τι σημαίνει βιοηθική στο πλαίσιο ενός σύγχρονου συστήματος υγείας. Σε αντίθεση με αυτό που πιστεύουν πολλοί, η βιοηθική περιλαμβάνει τόσο την πράξη καθεαυτή όσο και την ανάπτυξη θεωριών γύρω από το τι θα έπρεπε να κάνουμε σε ορισμένες περιπτώσεις. Επίσης, η σύγχρονη βιοηθική αναγνωρίζει ότι παράγοντες πέρα από τη διαπροσωπική σχέση ιατρού-ασθενούς επηρεάζουν την υγεία, και έτσι επεκτείνεται ακόμα και πέρα από το αυστηρό πλαίσιο του συστήματος υγείας, εξετάζοντας παράλληλα και άλλες παραμέτρους που επηρεάζουν την υγεία του πληθυσμού, όπως η ποιότητα και το είδος της διατροφής, οι συνθήκες της κατοικίας, η πρόσβαση σε μέσα μαζικής μεταφοράς, ακόμα και οι σχέσεις εργασίας. Έτσι, η έννοια της βιοηθικής περικλείει πολλές περισσότερες έννοιες που αφορούν στην κοινωνική και διανεμητική δικαιοσύνη. Αυτό το κομμάτι της βιοηθικής μπορούμε να πούμε πως είναι ίσως σημαντικότερο για τον νομοθέτη που παίρνει τις αποφάσεις γύρω από τη διανομή οικονομικών πόρων για διαφορετικά κομμάτια του κρατικού μηχανισμού.
Στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, ξαφνιάζει ότι ο όρος «βιοηθική» χρησιμοποιείται μόνο μία φορά στην εισηγητική έκθεση, και μάλιστα χωρίς να παρατίθεται συνάμα ένας, υποτυπώδης έστω, ορισμός ή κάποια εξήγηση για το πώς η προτεινόμενη νομοθεσία πληροί τις προϋποθέσεις ώστε να μπορεί να χαρακτηριστεί βιοηθικά αιτιολογημένη. Με λίγα λόγια, φαίνεται ότι η βιοηθική χρησιμοποιείται απλώς ως ένας «μοδάτος» όρος και ότι το Υπουργείο δεν εννοεί με αυτήν το σύνολο των διαδικασιών και πρακτικών που διασφαλίζουν τον σεβασμό του ανθρώπινου δικαιώματος στη υγεία.
Ας δούμε, λοιπόν, μερικούς βασικούς λόγους για τους οποίους το Υπουργείο Υγείας δεν μπορεί να εμπνεύσει εμπιστοσύνη για την εφαρμογή των αρχών της βιοηθικής.
1. Η «τιμωρία» των ανασφαλίστων συνεχίζεται. Στο νομοσχέδιο δεν αναφέρεται καν ο τρόπος με τον οποίο θα παρασχεθεί εκ νέου δωρεάν πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας για τους ανασφάλιστους, ενώ δεν ορίζεται ποιό θα είναι το «βασικό πακέτο» υπηρεσιών το οποίο όλοι οι πολίτες, ασφαλισμένοι και μη, θα δικαιούνται. Αυτό αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο των χρεώσεων για διάφορες υπηρεσίες. Πρόκειται για ένα χαρακτηριστικό δείγμα της κυβερνητικής στάσης απέναντι στους αδύνατους (οι οποίοι θα έπρεπε, ακόμα και σύμφωνα με φιλελεύθερους, όπως ο Νόρμαν Ντάνιελς και ο Τζων Ρωλς, να έχουν προτεραιότητα σε ό,τι αφορά κοινωνικές πολιτικές). Είναι επίσης προφανές ότι όταν η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας καθορίζεται με οικονομικά κριτήρια και μόνο τότε καταπατάται ξεκάθαρα το ανθρώπινο δικαίωμα στην υγεία, όπως αυτό ορίζεται στη Διεθνή Χάρτα των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, του ΟΗΕ, αφού, για την τήρηση αυτών των δεσμεύσεων, απαιτούνται ενέργειες και πράξεις, και όχι μόνο η μη παρέμβαση της πολιτείας, προκειμένου να εξασφαλιστούν οι ατομικές ελευθερίες.
2. Την ευθύνη για την κατανομή της φαρμακευτικής δαπάνης θα έχουν, σύμφωνα με το νομοσχέδιο, αποκλειστικά οι γιατροί, οι οποίοι δεν θα πρέπει να ξεπερνούν ένα μέγιστο ποσό για το σύνολο της συνταγογράφησής τους. Αυτό μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη διάρρηξη της σχέσης εμπιστοσύνης που πρέπει να υπάρχει μεταξύ γιατρού και ασθενή, αφού πλέον ο ασθενής δεν θα έχει τις απαραίτητες εγγυήσεις ότι θα λάβει τη θεραπεία που χρειάζεται (όσο ακριβή και αν είναι αυτή), μια και ο γιατρός θα συνταγογραφεί (και) με κριτήριο να μην υπερβεί τον προϋπολογισμό του. Κατ’ επέκταση, η αρχή που διέπει αυτό τον τρόπο ελέγχου δαπανών είναι… η σειρά προτεραιότητας, και τίποτε άλλο.
3. Ο τρόπος με τον οποίο οι ηλεκτρονικοί φάκελοι ασθενών θα υλοποιηθούν, θα αποθηκεύονται και θα γίνονται προσβάσιμοι δεν έχει γνωστοποιηθεί. Αυτό δημιουργεί ποικίλους κινδύνους, όπως π.χ. η μελλοντική πώληση των αρχείων αυτών σε φαρμακευτικές εταιρείες για έρευνα, όπως και πολλές άλλες χρήσεις. Ενώ καταρχήν τα θετικά αποτελέσματα της δημιουργίας των ηλεκτρονικών φακέλων ξεπερνούν τα αρνητικά, οι συνθήκες υπό τις οποίες θα εφαρμοστούν δεν είναι πάντα ξεκάθαρες. Επίσης, προκειμένου να τηρηθούν οι αρχές της βιοηθικής, θα έπρεπε να προβλέπονται μηχανισμοί λήψης συγκατάθεσης από τους ασθενείς.
4. Όταν κάθε πιθανότητα διαλόγου απορρίπτεται εξαρχής, αφού το Υπουργείο αρνείται να συνομιλήσει με απεργούς, οι κανόνες της βιοηθικής δεν τηρούνται. Το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται η δημόσια διαβούλευση που αφορά τις μεταρρυθμίσεις, που μερικές φορές θυμίζει θυμωμένες αντιπαραθέσεις στο twitter, κάνοντας τον διαχωρισμό της ήρας από το στάρι πολύ δύσκολο. Ο βαθμός στον οποίο τέτοιου τύπου διαβουλεύσεις επηρεάζουν τη χάραξη πολιτικής δεν είναι ξεκάθαρος, ενώ όλα δείχνουν ότι η λειτουργία τους είναι αποκλειστικά συμβολική. Ο αποκλεισμός ολόκληρων ομάδων του πληθυσμού από τον διάλογο με τέτοιους τρόπους παραπέμπει σε αυταρχικές κυβερνητικές τακτικές, πράγμα που δεν μπορούμε να προσπεράσουμε.
***
Συνοψίζοντας, το Υπουργείο Υγείας προσπάθησε, και απέτυχε, να εντάξει τη βιοηθική στον λόγο του περί υγειονομικής μεταρρύθμισης. Η λέξη «βιοηθική» χρησιμοποιείται χωρίς να δίνεται βάρος στη σημασία της, ενώ οι προτεινόμενες πολιτικές, και ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιείται η υποτιθέμενη δημόσια διαβούλευση γύρω από αυτές, σε καμία περίπτωση δεν συνάδουν με το πνεύμα και της αρχές της ηθικής πράξης. Επειδή, καθώς φαίνεται, δεν ξέρουν –ή δεν ενδιαφέρονται– για τι πράγμα μιλάνε όταν αναφέρονται στη βιοηθική, είναι δική μας ευθύνη να εντάξουμε τον όρο στο λεξιλόγιό μας και να αναπροσδιορίσουμε τον ρόλο της βιοηθικής για την πολιτική. 
Η Δέσποινα Μπίρη είναι ερευνήτρια και αρθρογράφος στον τομέα της υγείας.