Πέθανε ο Διονύσιος Σολωμός και ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι
Ο Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στις 8 Απριλίου τού 1798 στη Ζάκυνθο, ως εξώγαμο τέκνο τού κόντε Νικόλαου Σολωμού και της υπηρέτριάς του Αγγελικής Νίκλη.
Σε πολύ μικρή ηλικία έμεινε ορφανός και το 1808 έφυγε για σπουδές
στην Ιταλία, με τη συνοδεία του ιταλού δασκάλου του Ρώσση. Επτά χρόνια
αργότερα πήρε το απολυτήριο από το Λύκειο της Κρεμόνας και γράφτηκε στο
πανεπιστήμιο της Πάβιας, απ' όπου πήρε το πτυχίο της Νομικής. Παράλληλα
με τις σπουδές στη νομική, για την οποία ουδέποτε ενδιαφέρθηκε, άρχισε
να γράφει στίχους στην ιταλική γλώσσα, ενώ ήρθε σε επαφή με διαπρεπείς
φιλοσόφους, φιλολόγους και αξιόλογους εκπροσώπους της λογοτεχνικής
κίνησης της εποχής.
Το 1818 επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου παρέμεινε για δέκα χρόνια.
Εκεί άρχισε να γράφει τα πρώτα του αξιόλογα στιχουργήματα στα ελληνικά.
Το πρώτο εκτενές ελληνικό ποίημά του και πλέον γνωστό είναι ο Ύμνος εις
την Ελευθερίαν, απόσπασμα του οποίου καθιερώθηκε ως Εθνικός μας Ύμνος.
Λίγο αργότερα, συνέθεσε το λυρικό ποίημα Εις τον θάνατο του Λορδ Μπάυρον
και ακολούθησαν Η καταστροφή των Ψαρών, Η Φαρμακωμένη, Ο Λάμπρος, Εις
Μοναχήν, Ο Κρητικός, Οι ελεύθεροι πολιορκημένοι, Ο Πορφύρας.
Στα τέλη του 1828 εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Κέρκυρα,
συνεχίζοντας την ενασχόλησή του με την ποίηση σχεδόν απομονωμένος. Δεν
έκανε ούτε ένα ταξίδι στην ελευθερωμένη Ελλάδα, γιατί, όπως
υποστηρίζεται, «δεν εσυνηθούσε να θεατρίζει στο εθνικό του φρόνημα αλλά μες το άγιο βήμα της ψυχής».
Στις 3 Φεβρουαρίου του 1849 παρασημοφορήθηκε με το Χρυσό Σταυρό του Σωτήρος, διότι «με την ποίηση του διέγειρε τα αισθήματα του λαού στον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία».
Πέθανε
στις 9 Φεβρουαρίου του 1857 στην Κέρκυρα, ύστερα από αλλεπάλληλες
εγκεφαλικές συμφορήσεις. Τα οστά του μεταφέρθηκαν το 1865 στη Ζάκυνθο
και τοποθετήθηκαν αρχικώς σ' ένα μικρό μαυσωλείο στον τάφο του Κάλβου.
Ο Φιόντορ Ντοστογιέφσκι
γεννήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 1821 στη Μόσχα. Ο παππούς του ήταν κληρικός και σύμφωνα με την παράδοση της εποχής, αυτό έπρεπε να γίνει και ο πατέρας του, ο οποίος όμως σπούδασε ιατρική, έγινε στρατιωτικός γιατρός και με τη σταδιοδρομία του αυτή μπήκε στην κληρονομική αριστοκρατία. Φεύγοντας τελείωσε την καριέρα του ως διευθυντής ενός πτωχοκομείου στη Μόσχα. Έτσι, η κοινωνική αφετηρία του Ντοστογιέφσκι βρισκόταν κατά κάποιον τρόπο στο σύνορο της αριστοκρατίας και των Rasnotchinzen (που κατά λέξη μεταφράζεται άνθρωποι από άλλη τάξη), οι οποίοι είναι άτομα του μη αριστοκρατικού μεσαίου στρώματος, με προσωπικές ικανότητες και επιτεύγματα, με τα οποία είχαν κατορθώσει να αποκτήσουν πρόσβαση στο ανώτερο στρώμα, κυρίως ως καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, συγγραφείς, δάσκαλοι (ιδίως οικοδιδάσκαλοι), γιατροί, επίσης σε άλλα επαγγέλματα διανοουμένων, που ως προϋπόθεση είχαν ένα υψηλότερο πνευματικό επίπεδο.
Τα πρώτα χρόνια
Όταν ο Φίοντορ ήταν 10 ετών, ο πατέρας του θα αγοράσει ένα μεγάλο αγρόκτημα με τρία χωριά και για να εξασφαλίσει την οικογένειά του και για να έχει πρόσβαση στην αριστοκρατία. Έτσι ο νεαρός Φιοντόρ μεγαλώνει μέσα σε συνεχείς οικονομικούς υπολογισμούς και παρατηρώντας την πραγματική φτώχεια στους ασθενείς του πτωχοκομείου. Ο πατέρας του θα δολοφονηθεί το 1839 επειδή ήταν ιδιαίτερα μισητός από τους χωρικούς, λόγω του σκληροτράχηλου και αυταρχικού του χαρακτήρα.
Ο
Ντοστογιέφσκι, ύστερα από μία αρχική κατ΄οίκον διδασκαλία, πήγε
οικότροφος σε δύο σχολεία στη Μόσχα, ένα από τα οποία γαλλικό. Όταν
τέλειωσε το σχολείο συνέχισε τις σπουδές του στην Πετρούπολη σε κρατική
στρατιωτική σχολή μηχανικών και για σύντομο χρονικό διάστημα άσκησε αυτό
το επάγγελμα. Το 1843, αποχωρώντας οριστικά από αυτό το επάγγελμα,
έλαβε την απόφαση να ασχοληθεί αποκλειστικά με τη λογοτεχνία.
Αυτό δεν ήταν παρά το αποτέλεσμα μίας μακράς πορείας, η οποία ξεκινούσε
από τα χρόνια της σχολικής εκπαίδευσής του: σταθερός ήταν ο
προσανατολισμός του στη λογοτεχνία.
Σύλληψη
Τον Απρίλιο του 1849 ο Ντοστογιέφσκι συνελήφθη και πέρασε από έκτακτο στρατοδικείο. Η κατηγορία ήταν για συμμετοχή σε προδοτική συνωμοσία. Την άνοιξη του ίδιου έτους είχε προσχωρήσει σε μια πολιτικοφιλοσοφική λέσχη που έγινε γνωστή ως κίνηση Πετρασέφσκι ή οι Πετρασέφσκηδες.
Η ποινή που του επιβλήθηκε ήταν τέσσερα χρόνια καταναγκαστικά έργα και
στρατιωτική υπηρεσία ως απλός στρατιώτης, για απροσδιόριστο χρονικό
διάστημα. Στο δικαστήριο δεν αρνήθηκε ούτε τις φιλελεύθερες πεποιθήσεις
του, ούτε το ενδιαφέρον του για τον ουτοπικό σοσιαλισμό, ιδιαίτερα για
τις ιδέες του Σαρλ Φουριέ ή τη διαμαρτυρία του για πολλά φαινόμενα της ρωσικής πραγματικότητας. Παρουσίασε τον εαυτό του ως έναν «αφελή-έντιμο ανθρωπιστή και λόγιο, ο οποίος απέβλεπε στο γενικό καλό της ανθρωπότητας», κυρίως όμως ήθελε μέσα από την πλούσια βιβλιοθήκη των Πετρασέφσκι «να γνωρίσει τα νεότατα λογοτεχνικά ρεύματα της Ευρώπης».
Το δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτή του την εξήγηση. Από μεταγενέστερες
μαρτυρίες είναι λ.χ. γνωστό ότι συμμετείχε ενεργά στην προσπάθεια
λειτουργίας παράνομου τυπογραφείου, ενώ «ευκαιριακά είχε δηλώσει πως ήταν διατεθειμένος να πάρει μέρος εν ανάγκη και σε μια ένοπλη εξέγερση».
Στις 16 Νοεμβρίου 1849 ο Ντοστογιέφσκι και οι σύντροφοί του δικάστηκαν και καταδικάσθηκαν σε θάνατο.
Ακολούθησε
ένας πόλεμος νεύρων με εικονικές εκτελέσεις και ατέλειωτες ώρες
παραμονής σε μια πλατεία της Πετρούπολης, στις 22 Δεκεμβρίου του 1849,
σε αναμονή του εκτελεστικού αποσπάσματος. Η ποινή του μετατράπηκε τελικά
σε τετραετή εξορία και καταναγκαστικά έργα στο Ομσκ της Σιβηρίας.
Το
φθινόπωρο του 1855 έγινε υπαξιωματικός και τον επόμενο χρόνο προήχθη σε
αξιωματικό. Τον Μάρτιο του 1859 του επιτράπηκε να επιστρέψει στην
Ευρωπαϊκή Ρωσία, όχι όμως ακόμα στις μεγάλες πόλεις. Αυτό θα γίνει τον
Δεκέμβριο του 1859. Την περίοδο της στρατιωτικής του θητείας θα κάνει
τον πρώτο του γάμο: γνωρίζει και παντρεύεται τον Φεβρουάριο του 1857 την
Μαρία Ισάγιεβα που λίγο πριν είχε χηρέψει.
Επιστροφή στην Πετρούπολη και συγγραφή
Το
1859 επέστρεψε στην Πετρούπολη και εξέδωσε μαζί με τον αδελφό του δύο
περιοδικά τα οποία, όμως, δεν σημείωσαν επιτυχία, με αποτέλεσμα ο
Ντοστογιέφσκι να βρεθεί καταχρεωμένος. Ο μόνος τρόπος για να
συγκεντρώσει χρήματα και να ξεπληρώσει τα χρέη του, ήταν η συγγραφή. Την
ίδια περίοδο εκδηλώθηκε το σχεδόν νοσηρό του πάθος για τα τυχερά
παιχνίδια -ακριβώς ως αποτέλεσμα αυτής της οικονομικής δυσχέρειας- που
τον έφερε στο χείλος της υλικής και της σωματικής καταστροφής. Σε αυτό
το διάστημα έγραψε τα καλύτερά του έργα: Ο παίκτης, Οι αδερφοί Καραμαζώφ, Έγκλημα και Τιμωρία, Ο Ηλίθιος, Οι δαιμονισμένοι. Όταν κατάφερε πλέον να ανασάνει από το βάρος των χρεών, ανέλαβε τη διεύθυνση του περιοδικού «Πολίτης» και λίγα χρόνια αργότερα εξέδωσε το δικό του περιοδικό, «Το Ημερολόγιο Ενός Συγγραφέα», που σε αντίθεση με τις προηγούμενες εκδοτικές εμπειρίες σημείωσε τεράστια επιτυχία.