Οι φυλακές στα Βούρλα
Μουσική: Δημήτρης Λάγιος
Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Δημήτρης Λάγιος
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος
Τραγούδι: Σωτηρία Μπέλλου
Δίσκος: Ο Άη Λαός (1983)
Μουσική: Δημήτρης Λάγιος
Στίχοι: Μιχάλης Μπουρμπούλης
Ενορχήστρωση & διεύθυνση ορχήστρας: Δημήτρης Λάγιος
Μπουζούκι: Κώστας Παπαδόπουλος
Τραγούδι: Σωτηρία Μπέλλου
Δίσκος: Ο Άη Λαός (1983)
Το 1943 θα συλληφθεί από τους Γερμανούς στην Καισαριανή
καθ’ υπόδειξη ενός ντόπιου καταδότη.
Την μεταφέρουν στην Μέρλιν και την βασανίζουν για τρεις μέρες.
Ακολουθεί η φυλάκισή της μέχρι το 1944.
Στα τέλη του 1944 λαμβάνει μέρος στα Δεκεμβριανά και στις μάχες του ΕΛΑΣ στην Καισαριανή.
Με την έναρξη του εμφυλίου συλλαμβάνεται ξανά από τους χωροφύλακες και γνωρίζει έναν νέο κύκλο ξυλοδαρμών και βίας λόγω των φρονημάτων της.
Την κρατάνε με άλλους κομμουνιστές και αριστερούς στο υπόγειο της οδού Βουκουρεστίου
Το 1946 πιάνει δουλειά στο μαγαζί του Τζίμη του Χοντρού με τον Τσιτσάνη.
Μια βραδιά οι Χίτες αδελφοί Κατελάνοι μαζί με μια παρέα μπαίνουν στο μαγαζί που ήταν Αχαρνών 77 και ο μικρός Κατελάνος της λεει: «πες μωρή, παλιοκουμμούνα, «Του αϊτού ο γιος» ("Του αϊτού ο γιος" ήταν στρατιωτικό εμβατήριο που δημιουργήθηκε για να υμνηθεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ο Α')
Η γυναίκα που δεν έχει μάθει ποτέ να σκύβει κεφάλι απαντά:
«Α, πάενε, ρε, δεν το ξέρω».
Τότε οι χίτες, της ορμάνε και την ξυλοφορτώνουν εκεί, πάνω στην πίστα, μπροστά σε όλους.
«Έξι άτομα με βαράγανε στο πάλκο αλλά αυτό που με πόνεσε πιο πολύ ήταν που δεν σηκώθηκε ένας άντρας να με υπερασπιστεί» λέει η ίδια για το περιστατικό....
Αναγκάζεται να φύγει γιατί ο Τζίμης εκείνο το βράδυ λέει στην κομπανία:
«Κοιτάξτε να βρείτε άλλη γυναίκα. Μου το είπαν καθαρά πως αν δε φύγει το κομμούνι θα μου το κάψουν το μαγαζί».
Το 1993 διαγνώστηκε με καρκίνο του λάρυγγα.
Όπως το έρημο πουλί
ψάχνω να βρω μιαν αυλή
κι είν' όλα γκρεμισμένα
και κάνω τάμα στο Χριστό
να ‘χω για σε σπίτι ζεστό
ρούχα σιδερωμένα
Η νύχτα ρίχνει παγωνιά
κι ο ουρανός μαύρα πανιά
χτυπάνε τα ταμπούρλα
σε γράψανε για τα Νησιά
μα σβήσανε τα θαλασσιά
τα μάτια σου στα Βούρλα
Είν' η καρδιά σαν αετός
κι ο κόσμος άδεια κιβωτός
έλα για να με πάρεις
να πάμε παραλιακά
εκεί που καιν βεγγαλικά
και κλαίει ο Βαρδάρης