Σαν σήμερα, 8 Φεβρουαρίου του 1972, πέθανε ο Μάρκος Βαμβακάρης.
«Λίγο πριν πάω στρατιώτης, το 1924 ή αρχή το 25, άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι του, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα, που σπάνε τα κόκκαλα στο μαγαζί. Λογάριασα τον όρκο μου ιερό και απαράγραπτο» λέει στην αυτοβιογραφία του
...τελικά, όχι μόνο έμαθε μπουζούκι αλλά άφησε πίσω του αξεπέραστο μουσικό και πολιτιστικό έργο: Δημιούργησε το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι.
«Λίγο πριν πάω στρατιώτης, το 1924 ή αρχή το 25, άκουσα κατά τύχη τον μπάρμπα Νίκο τον Αϊβαλιώτη να παίζει το μπουζούκι του, το οποίον τόσο πολύ μου άρεσε, ώστε έκανα όρκο ότι αν δεν μάθω μπουζούκι θα κόψω τα χέρια μου με την τσατίρα, που σπάνε τα κόκκαλα στο μαγαζί. Λογάριασα τον όρκο μου ιερό και απαράγραπτο» λέει στην αυτοβιογραφία του
...τελικά, όχι μόνο έμαθε μπουζούκι αλλά άφησε πίσω του αξεπέραστο μουσικό και πολιτιστικό έργο: Δημιούργησε το σύγχρονο λαϊκό τραγούδι.
Γεννήθηκε στις 10 Μαϊου του 1905 στον
Δανακό της Σύρου από οικογένεια Καθολικών, γι’ αυτό κι αργότερα απέκτησε
και το παρατσούκλι “Φράγκος”.
Ο παππούς του έγραφε τραγούδια και ο
πατέρας του έπαιζε ζαμπούνα, ενώ πολλές φορές από μικρή ηλικία τον
συνόδευε ο μικρός Μάρκος παίζοντας τουμπί (νησιώτικο τύμπανο) σε διάφορα
πανηγύρια. Λόγω της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του, ο
Μάρκος αναγκάστηκε να αφήσει το σχολείο και να εργαστεί ως λούστρος,
εφημεριδοπώλης, εργάτης σε κλωστήρια, βοηθός σε οπωροπωλεία κλπ.
Σε ηλικία 12 ετών έφυγε από τη
Σύρο, αφού έριξε άθελά του ένα βράχο πάνω στη σκεπή ενός σπιτιού και
πήγε στον Πειραιά, όπου αργότερα τον ακολούθησε και η οικογένεια του.
Εκεί ασχολήθηκε με διάφορα επαγγέλματα, όπως λιμενεργάτης
(φορτοεκφορτωτής, εργάτης γαιανθράκων στα λεγόμενα καρβουνιάρικα) και
περίπου από το 1925 μέχρι το 1935 ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία
Πειραιά και Αθηνών.
Συμμετείχε μαζί με τον Γιώργο Μπάτη, τον
Στράτο Παγιουμτζή και τον Ανέστη Δελιά στο πρωτοποριακό για την εποχή
μουσικό σχήμα που ονομάστηκε «Η Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Το
1933, μετά από πιεστική παρότρυνση του Σπύρου Περιστέρη, o Μάρκος
Βαμβακάρης κυκλοφόρησε την πρώτη ηχογράφηση με μπουζούκι στην Ελλάδα, το
«Καραντουζένι», ερμηνεύοντάς το ο ίδιος, παρόλες τις επιφυλάξεις που
είχε για την ποιότητα της φωνής του.
Η περίοδος λίγο πριν τον Β’
παγκόσμιο πόλεμο είναι ίσως η παραγωγικότερή του. Μεταξύ άλλων,
το 1935 έγραψε και ηχογράφησε τη «Φραγκοσυριανή» -το γνωστότερο ίσως
τραγούδι του- το οποίο όμως έγινε επιτυχία 25 ολόκληρα χρόνια αργότερα
με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Κατά την περίοδο 1948-1959 περνάει δύσκολες ώρες, καθώς η ελληνική
μουσική βιομηχανία, τα ηνία της οποίας περνάνε σε χέρια ανθρώπων που ο
Μάρκος Βαμβακάρης είχε βοηθήσει να αναδειχτούν φέρεται αχάριστα στον
πρωτοπόρο του μπουζουκιού που θεωρείται «ξεπερασμένος».
Οι δισκογραφικές
εταιρίες παύουν να τον καλούν για ηχογραφήσεις και τα μεγάλα νυχτερινά
κέντρα του αρνούνται τη συνεργασία. Περνάει σοβαρές περιπέτειες με την
υγεία του (παραμορφωτική αρθρίτιδα στα δάχτυλα κάτι που τον δυσκολεύει
να παίζει μπουζούκι) και την οικονομική του κατάσταση, ενώ αφορίζεται
από την Καθολική εκκλησία γιατί παντρεύτηκε δεύτερη φορά με ορθόδοξο
γάμο.
Το 1954 (ξεχασμένος από τους περισσότερους) επισκέφτηκε τη
Σύρο όπου έμεινε για ένα έτος και γνωρίζει την αποθέωση από τον κόσμο
της Σύρου που δεν τον ξεχνά. Ο Μάρκος έπαιξε και τραγούδησε στην Ταβέρνα
του Λιλή, στην Άνω Σύρο για μια εβδομάδα.Στα τέλη του 1950,
όταν μετά από πρωτοβουλία του Τσιτσάνη, η δισκογραφική εταιρία Columbia
αποφασίζει να κυκλοφορήσει παλιά και καινούρια τραγούδια του Βαμβακάρη,
αρχίζει η «δεύτερη καριέρα» του, όπως χαρακτηρίζεται από τον ίδιο.
Συνολικά, τα ηχογραφημένα τραγούδια του υπερβαίνουν τα 200. Ο Μάρκος
Βαμβακάρης πέθανε στις 8 Φεβρουαρίου 1972 συνεπεία νεφρικής ανεπάρκειας
που δημιούργησε ο σακχαρώδης διαβήτης.