Σελίδες

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Γιάννης Σκαρίμπας: Γεννήθηκε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1893.

Αποτέλεσμα εικόνας για εικονες για γιαννης σκαριμπας 
"Από τη μέρα που ένας άνθρωπος ξεστόμισε ότι «αυτό είναι δικό μου», από τη στιγμή εκείνη γεννήθηκεν η βία και το ψέμα".
Γιάννης Σκαρίμπας

Ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν γόνος ιστορικής οικογένειας από την Φωκίδα, αφού ο πατέρας του, Ευθύμιος Σκαρίμπας, ήταν απόγονος αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Αίγιο  και τις ολοκλήρωσε στην Πάτρα. Το 1915 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα, για να εργαστεί εκεί ως εκτελελωνιστής.

Στα γράμματα εμφανίστηκε κατά τη δεκαετία του 1910 με ποιήματα και πεζά που δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά της Αθήνας και στις εφημερίδες Εύριπος και Εύβοια της Χαλκίδας, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κάλλις Εσπερινός. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση με το πραγματικό του όνομα έγινε το 1929, όταν έλαβε το Α΄ βραβείο διηγήματος για το πεζό Ο καπετάν Σουμερλής ο Στουραΐτης, το οποίο δημοσίευσε στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα.
Ο μπαρμπα-Γιάννης Σκαρίμπας, όπως ήταν γνωστός στους φίλους του, έζησε όλη του τη ζωή στη Χαλκίδα. Ταξίδεψε ελάχιστα αλλά το μυαλό του έφευγε και η ψυχή του δεν βολευόταν πουθενά. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1984 και τάφηκε στο κάστρο του Καράμπαμπα.
 Ο μπαρμπα-Γιάννης, πολιτογραφήθηκε σαν μια συνείδηση, τόσο εθνική όσο και λαϊκή. Ήταν ένας απέραντος ποταμός σοφίας -λαϊκής σοφίας-, γνώσης, σπουδής, πάθους για τη γυμνή αλήθεια και αγωνιστικότητα. Είτε θυμόσοφος, είτε οργισμένος, είτε είρωνας σαρκαστής.  
Στοχαστής μοναδικός και φύση ανήσυχη δεν μπόρεσε ποτέ του να βολευτεί με τη συμβατικότητα. Έμεινε απροσκύνητος, μέχρι τα στερνά του και πάντα οπλισμένος με το δραστικό λόγο του που δεν «χάριζε κάστανα» χωρίς ποτέ του να θεωρεί ότι είναι σπουδαίος.
 Βρείτε την βιβλιογραφία του εδώ

 



Μουσική: Νικόλας Άσιμος 
Στίχοι: Γιάννης Σκαρίμπας
 1979 Παράνομη κασέτα Νο 000002
 Σημείωση:Το συγκεκριμένο τραγούδι υπάρχει κ σε άλλες εκτελέσεις..Η εκτέλεση αυτή είναι αυτή που ακούγεται στην παράνομη κασέτα 000002

 Ήταν σαν να σε πρόσμενα Κερά
Απόψε που δεν έπνεε όξω ανάσα
Κι έλεγα: Θα ρθει απόψε απ τα νερά
Κι από τα δάσα.

 Θα ρθει, αφού φλετράει μου η ψυχή
Αφού σπαρά το μάτι μου σαν ψάρι
Και θα μυρίζει φώτα και βροχή
Και νιο φεγγάρι

Και να, το κάθισμά σου σιγυρνώ
 Στολνώ την κάμαρά μου αγριομέντα
Και να, μαζί σου κιόλας αρχινώ
Χρυσή κουβέντα:

Πως - να, θα μείνει ο κόσμος με το "μπα"
Που μ έλεγε τρελόν πως είχες γίνει
Καπνός και - τάχας - σύγνεφα θαμπά
Προς τη Σελήνη

Νύχτωσε και δε φάνηκες εσύ
Κίνησα να σε βρω στο δρόμο - ωϊμένα -
 Μα σκούνταφτες (όπου εσκούνταφτα) χρυσή
Κι εσύ με μένα.

Τόσο πολύ μ αγάπησες Κερά
Που άκουγα διπλά τα βήματά μου!
Πάταγα γω - στραβός - μες στα νερά;
Κι εσύ κοντά μου