Σαν σήμερα, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1944, ταγματασφαλίτες και ναζί σκότωσαν 149 ανθρώπους στο Χορτιάτη, λίγο έξω από τη Θεσσαλονίκη. Το tvxs.gr παρουσιάζει τη συγκλονιστική μαρτυρία της Ελένης Νανακούδη, που κατάφερε να επιβιώσει από τη σφαγή και μίλησε στο Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα. Αποσπάσματα της συνέντευξης προβλήθηκαν στην εκπομπή του Ρεπορτάζ Χωρίς Σύνορα με τίτλο «η Ελλάδα του Χίτλερ».
«Οι άνδρες εκτελέστηκαν. Τις γυναίκες τις έκλεισαν σε ένα κτίριο
και έβαλαν φωτιά. Δίπλα μου ήταν μια κυρία, θήλαζε το μωρό της,
σκοτωμένη αυτή και το μωρό θήλαζε, μια έκλαιγε, μια θήλαζε, ήρθαν οι
ταγματασφαλίτες και βλέπανε το μωρό και γελούσαν που θήλαζε από την
μάνα»…
ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ (Δ): Εσείς καταρχήν πόσο χρονών ήσασταν;
ΝΑΝΑΚΟΥΔΗ ΕΛΕΝΗ (Ν.Ε.): Ήμουνα δέκα, δέκα μισό.
Δ: Εσείς εκείνη την εποχή καταλαβαίνατε τι γινόταν στο χωριό με τους Γερμανούς;
Ν.Ε.: Ε, όχι, εγώ μικρή ήμουνα τότε, δέκα χρονών.Δεν ξέραμε τι μας περίμενε, δεν περιμέναμε τέτοια πράγματα, όχι. Εκείνη την ημέρα ήρθανε, κατεβήκανε αντάρτες από πάνω από το βουνό, χτυπήσανε έναν Γερμανό. Σκοτώσανε έναν, έναν τραυματίσανε και μετά φύγανε. Οι Γερμανοί ειδοποιήσανε στο Ασβεστοχώρι, ήταν δύναμη εκεί πέρα, Γερμανοί και Έλληνες συνεργάτες τους, και ήρθανε στο χωριό. Εμείς αμέριμνοι, ιδέα δεν είχαμε, καθίσαμε εδώ στο σπίτι, ήρθανε οι Γερμανοί, μας χτυπήσανε την πόρτα, ανοίξαμε, μας μαζέψανε, όσα γυναικόπαιδα βρήκανε. Εγώ ήμουνα με την μάνα μου και την αδερφή μου, μας πήγανε στον κήπο.
Δ: Διάβασα ότι όταν έγινε το χτύπημα αυτό, πολλοί ειδοποιήθηκαν και έφυγαν στα βουνά.
Ν.Ε.: Όχι, δεν ειδοποιήθηκαν πολλοί, απλώς όσοι φοβήθηκαν φύγανε στο βουνό. Και η αδερφή μου ξεκίνησε να φύγει και ξαναγύρισε. Λέει γιατί να φύγω, τι φταίμε εμείς, τι ξέρουμε, δεν έχουμε ιδέα από τίποτα και γύρισε πίσω. Και μας μαζέψανε εδώ στον κήπο, στο Μπαντάτσιο, ένα κέντρο που ήταν εκεί. Μας μαζέψανε, μας βάλανε και καθίσαμε στην πίστα του κέντρου, εκεί μας βρίζανε Έλληνες. Όταν λέμε Έλληνες, εννοούμε συνεργάτες των Γερμανών. Μας βρίζανε, οι άντρες σας είναι αντάρτες μας λέγανε, οι γυναίκες έλεγαν όχι, στην δουλειά είναι, στα χωράφια είναι οι άντρες μας. Μετά, αφού συγκεντρωθήκαμε αρκετοί, ρωτούσαμε τι θα γίνει, τι θα μας κάνουνε. Ήρθανε και τρία αγοράκια κλαίγοντας. Τα ρωτήσανε οι γυναίκες γιατί κλαίτε, γιατί σκοτώσανε την μαμά μας στην αυλή, της κόψανε τα δάχτυλα, της βγάλανε τα δαχτυλίδια και μετά την σκοτώσανε. Τότε καταλάβαμε τι μας περίμενε.
Δ: Πόσα άτομα ήσασταν;
Ν.Ε.: Εμείς εδώ πρέπει να ήμασταν καμιά εβδομήντα άτομα. Μας βάλανε τρεις-τρεις στην σειρά. Ακούσαμε να λένε "πού θα τους πάμε να τους εκτελέσουμε". Κάποιος είπε στο νεκροταφείο. Άκουσα έναν άλλον να λέει, "όχι στο νεκροταφείο θα μας φύγουνε, είναι χαμηλός ο τοίχος. Μην μας φύγει κανείς". Αντίθετα, ο φούρνος ήταν εδώ δίπλα στο σπίτι μας. "Θα τους βάλουμε μέσα στο φούρνο, είναι μεγάλο το οίκημα, θα χωρέσουνε", είπε κάποιος άλλος.
Δ: Εσείς τα ακούγατε όλα αυτά.
Ν.Ε.: Βέβαια τα άκουγα. Μόλις άκουσα τι λέγανε κρεμάστηκα από της αδερφής μου το λαιμό και της είπα θα μας σκοτώσουνε. "Όχι εσάς" μου είπε, "εμάς τους μεγάλους, τα μικρά δεν τα σκοτώνουν" μου είπε η αδερφή μου. Είκοσι χρονών ήταν αυτή. Ανοίξανε τις πόρτες, μας βάλανε στον φούρνο, εμείς που ήμασταν από τις πρώτες στην γραμμή ανεβήκαμε στο ζυμωτήριο επάνω. Μας είπαν να καθίσουμε. Καθίσαμε, στήσανε μπροστά ένα πολυβόλο στην πόρτα, στο ζυμωτήριο επάνω και άρχισαν να μας ρίχνουν. Σκοτώθηκε η μαμά μου πρώτα, μετά η αδερφή μου, μετά άρχισαν να φέρνουν δέματα χόρτα και μας τα έριξαν πάνω μας. Βάλανε φωτιά. Είδα μία κυρία κατέβαινε με το μωρό της αγκαλιά, πιάστηκα πίσω από την ρόμπα της και κατέβηκα κάτω. Εκεί ήταν όλοι σκοτωμένοι και κάτω γεμάτο με νεκρούς. Η κυρία αυτή δρασκέλισε την πόρτα να κατεβεί, εκείνη την ώρα βρέθηκαν μπροστά της, εγώ θα τους πω ταγματασφαλίτες, και άκουσα που να της λένε "κυρία μου που πας;" και την μαχαίρωσαν.
Έπεσε αυτή ανάμεσα στην πόρτα, εγώ όπως ήμουνα μικρή δεν με είδανε πίσω. Μπήκα κάτω από τον πάγκο και δεν με είδανε. Πέρασε λίγη ώρα και βγήκα. Είδα ησυχία εκεί στην αυλή και βγήκα άκουσα κουβέντες στον δρόμο. Που να πάω; Και έξω στην αυλή είχε σκοτωμένους αρκετούς, όσοι δεν χωρούσαν τους σκοτώνανε στην αυλή και έπεσα μπρούμυτα εκεί επάνω στους σκοτωμένους και έκανα τη νεκρή. Εκεί πέρασε αρκετή ώρα, δίπλα μου ήταν μια κυρία, θήλαζε το μωρό της. Ήταν νεκρή και το μωρό θήλαζε. Μια έκλαιγε, μια θήλαζε, ήρθαν οι ταγματασφαλίτες και βλέπανε το μωρό και γελούσαν που θήλαζε από την μάνα. Εν τω μεταξύ αυτή αιμοραγούσε ακόμα. Επάνω μου ερχόταν όλο το αίμα, αλλά δεν μιλούσαμε. Τίποτα κανείς. Άρχισαν να μας κλoτσάνε μήπως έχει κανέναν ζωντανό, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο κόσμος ακόμα ξεψυχούσε και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιος ήταν ζωντανός ποιος ήταν νεκρός. Εκεί περίμενα λιγάκι. Αρχισε να βραδιάζει, άρχισε να καίγεται το οίκημα, ο φούρνος. Δεν μπορούσαμε να καθίσουμε άλλο, δίπλα ήταν το σπίτι μας, πήγα εκεί.
Δ: Ήταν και άλλοι μαζί σας;
Ν.Ε.: Όχι, εκείνη την ώρα ήμουν μόνη μου. Όλοι οι άλλοι ήταν σκοτωμένοι. Όταν ξεκίνησα να βγω ήταν και δύο παιδάκια πίσω από την πόρτα. Δύο μικρά παιδάκια, αλλά τα έχασα, δεν ξέρω που πήγαν. Εγώ βγήκα έξω, πήγα στο σπίτι το δικό μας που ήταν δίπλα. Δεν ξέρω από πού φύγανε και πώς γλιτώσανε τα παιδάκια αυτά. Από εκεί, από το σπίτι, μόλις βράδιασε, ξεκίνησα να πάω, στα χωράφια. Θυμήθηκα ότι ο μπαμπάς μου ήταν στο χωράφι και ξεκίνησα για το βουνό να πάω να τον βρω. Δύο ώρες δρόμο μακριά. Στον δρόμο με βρήκανε κάτι χωριανοί, είδανε που περπατούσα και με βοήθησαν. Εν τω μεταξύ, εκεί που ανέβαινα στο βουνό, δύο ταγματασφαλίτες με βρήκανε. Αυτοί έκαναν βόλτες, είχαν τα όπλα στους ώμους και κατέβαιναν προς τα κάτω.
Ένας πήγε από εδώ, ένας από εκεί και εγώ στην μέση περίμενα να δω τι θα κάνουν. Κατέβασε το όπλο ο ένας να με σκοτώσει, ο άλλος δεν τον άφησε. "Όχι" λέει δεν θα το σκοτώσεις. Θα το σκοτώσω. "Πού είναι η μαμά σου;" με ρώτησαν. Τους είπα ότι την σκοτώσανε. "Ο μπαμπάς σου αντάρτης είναι;" ρώτησαν. "Όχι στο χωράφι είναι", απάντησα. "Και τώρα που θα πας;", είπαν. "Στον μπαμπά μου", είπα. Θα το σκοτώσω ο ένας, όχι ο άλλος, εγώ περίμενα. Εν τω μεταξύ ήμουν τραυματισμένη, δεν το είχα πάρει είδηση. Στα πόδια μου και στο χέρι μου, τότε είδα. Επειδή την αδερφή μου την κρατούσα αγκαλιά, πέρασε η σφαίρα από της αδερφής μου το κεφάλι και μου έμεινε εδώ στο δικό μου το χέρι και ήταν όλο τούφες από τα μαλλιά της που τραβούσα. Τότε κατάλαβα ότι ήμουνα τραυματισμένη και στα πόδια.
Με άφησαν αυτοί. Είπε ο ένας στον άλλον, δεν χόρτασες, σκότωσες, έκλεψες. Όχι απαντάει και άλλο θέλω, τι είμαι σαν και εσένα, λέει, που δεν έκλεψες ούτε ένα καλούπι σαπούνι. Οι δυο τους τώρα μαλώνουνε, εγώ περιμένω… Πάνε μικρή μου, λέει, εδώ στο ρέμα να μην σε πιάσει καμιά σφαίρα, να μην σε σκοτώσει κανείς. Εγώ νόμιζα πως θα γυρίσω την πλάτη και θα με τουφεκίσουνε και πήγαινα πίσω-πίσω. Λέει ο ένας: Όχι μη φοβάσαι δεν θα τον αφήσω να σε σκοτώσει. Πήγα στο ρέμα, κάθισα λίγο. Μόλις πήρε και βράδιασε τότε έφυγα, πήγα στο βουνό, με συνόδευσε ένας χωριανός μας, με βρήκε στον δρόμο και με πήγε στον πατέρα μου.
Δ: Ο οποίος δεν ήξερε τίποτα;
Ν.Ε.: Είδαν τον καπνό και τους ειδοποίησαν μην κατεβείτε στο χωριό, γιατί το χωριό το καίνε, αλλά δεν ήξεραν ότι σκοτώνανε και τον κόσμο. Εγώ ήξερα που ήταν το χωράφι. Ήρθε ο πατέρας μου και με πήρε. Τι να με κάνει νύχτα στο βουνό; Έβγαλε το πουκάμισό του, το έσκισε, μου έριξε ούζο και καπνό στα τραύματά μου και με το πουκάμισό έδεσε τις πληγές.
Δ: Του είπατε;
Ν.Ε.: Που είναι η μαμά; ρώτησε. Την σκοτώσανε. Πού είναι η αδερφή σου; Την σκοτώσανε…
Δ: Μετά γυρίσατε;
Ν.Ε.: Που να γυρίσουμε; Το χωριό στάχτη, το σπίτι στάχτη, που να γυρίσουμε. Με πήρε καβάλα στο άλογο ο μπαμπάς μου και ο αδερφός μου, που ήταν μαζί με τον μπαμπά μου. Μας είπανε πως έχει αντάρτες στην Περιστερά και να πάμε εκεί. Εκεί πήγαμε. Προσπάθησαν να μου καθαρίσουν τις πληγές. Στέγνωσε ο καπνός και δεν έβγαινε με τίποτα. Εγώ έκλαιγα ο γιατρός μου έδωσε και ένα χαστούκι γιατί έκλαιγα. Από εκεί ήρθαν οι Γερμανοί, μας πήρανε είδηση, τους ειδοποιήσανε ότι στην Περιστερά έχει αντάρτες και ήρθανε με τα αεροπλάνα και άρχισαν χαμηλά να ρίχνουν. Από εκεί, από ρέμα σε ρέμα, με είχανε με ένα φορείο, μια παλιά κουρελού και δύο ξύλα και με κουβαλούσανε μέσα στα βουνά. Πήγαμε στο Λιβάδι, εκεί είχε αντάρτες. Εκεί κάθε μέρα με αλλάζανε τις πληγές, αλλά το χέρι μου άρχισε να παθαινει σαν γάγγραινα, είχε μολυνθεί.
Δ: Δεν είχαν βγάλει την σφαίρα;
Ν.Ε.: Όχι, δεν το ήξεραν, δεν μπορούσε να το καταλάβει ο γιατρός, είχε παραμορφωθεί η παλάμη μου. Είχε και έναν Ιταλό γιατρό αιχμάλωτο, που του είπε πως το παιδί έχει σφαίρα μέσα στο χέρι του. Όχι, δεν έχει, θα κόψουμε το χέρι, του απαντούσε. Μάλιστα είπε πως αύριο στις δέκα θα πάμε να κόψουμε το χέρι του παιδιού. Ο Ιταλός είπε στον πατέρα μου, πως θα έρθει κρυφά τη νύχτα, να μην φοβηθεί, και θα βγάλει τη σφαίρα από το χέρι μου. Είπε στον πατέρα μου να μη φοβηθεί, για να μην τον πάρουν είδηση και τον σκοτώσουν. Πράγματι, τη νύχτα σηκώθηκε κρυφά, ήρθε με τον αναπτήρα του μπαμπά μου και το σακάκι, στο εκκλησάκι που κοιμόμασταν, έξω από το Λιβάδι, για να μη φανεί φως μέσα στη νύχτα στο βουνό και μου έβγαλε το μολύβι. Την άλλη μέρα, η ώρα δέκα που ετοίμασαν τα πάντα να μου κόψουν το χέρι, άρχισε ο Μάριος, Μάριο τον έλεγαν, να λέει γιατρέ βλέπω το χέρι πάει καλύτερα. Ναι, ναι είπε και ο γιατρός, δεν θα το κόψουμε, πάει προς το καλύτερο. Με γλίτωσαν από εκεί το χέρι μου. Και έτσι, σιγά-σιγά, συνήλθα.
Δ: Μετά τι κάνατε; Γυρίσατε;
Ν.Ε.: Μετά γυρίσαμε. Ύστερα από 15 μέρες. Από εκεί μας κυνήγησαν τα αεροπλάνα, οι Γερμανοί και βρεθήκαμε στο Πετροκέρασο. Εκεί καθίσαμε λίγο καιρό, αλλά εγώ δεν γινόταν να καθίσω, δεν γιατρευόμουνα με τα φάρμακα που είχαν οι αντάρτες. Δεν μπορούσα. Και με πήρε ο μπαμπάς μου με κατέβασε, στον Άγιο Βασίλη, είχα μία θεία που είχε ένα σπίτι στο Πετροκέρασο. Και εκεί κάθε μέρα με πήγαιναν στους γιατρούς, μου φτιάχνανε τα τραύματά μου.
Δ: Αυτά έγιναν το ’44;
Ν.Ε.: Το ’44, σε λίγο καιρό φύγανε και οι Γερμανοί, αλλά ήταν εμείς να περάσουμε την μπόρα αυτή.
Δ: Είχε αντάρτες τότε στον Χορτιάτη;
Ν.Ε.: Ε, στο βουνό θα είχε, αλλά μήπως ξέραμε εμείς. Δεν είχαμε ιδέα εμείς τι είχε και τι δεν είχε. Μπορεί οι μεγάλοι να είχανε, εγώ δεν ήξερα τέτοια πράγματα.
Δ: Πόσοι σκοτώθηκαν;
Ν.Ε.: 149 άτομα.
Δ: Και πάρα πολλά παιδιά...
Ν.Ε.: Παιδιά, γέροι, νέοι. Δεν εξαιρούσανε ηλικία ή άντρας ή γυναίκα. Ό,τι έβρισκαν μπροστά τους σκοτώνανε και όχι Γερμανοί. Γιατί εγώ όταν ξεκίνησα να φύγω από το σπίτι μας, που καιγόταν, να πάω στο βουνό, στον δρόμο εδώ ακριβώς κάνανε βόλτες Γερμανοί. Με είδανε, ούτε καν γύρισαν να μου μιλήσουν.
Δ: Ποιοι δηλαδή ήταν αυτοί; Οι Έλληνες;
Ν.Ε.: Αυτοί που σκοτώνανε ήταν Έλληνες, εγώ δεν είδα Γερμανό να σκοτώνει. Οι Έλληνες, οι Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών και ύστερα από τόσα χρόνια, έχει τώρα, πόσα χρόνια έχει, έχει 4-5 χρόνια, παραπάνω πρέπει να έχει, με είδανε στην τηλεόραση που μιλούσα, οι ταγματασφαλίτες, που είχα συναντήσει εκείνο το βράδυ. Ο ένας που ήθελε να με σκοτώσει και ο άλλος που δεν τον άφηνε. Αυτοί νόμιζαν πως είχα πεθάνει. Σκέφτηκαν πως δεν θα μπορούσα να επιβιώσω μόνη μου μέσα στη νύχτα. Με είδανε στην τηλεόραση και πήρανε τηλέφωνο στην κοινότητα για να δουν αν θέλω να μιλήσουμε.
Δ: Και μιλήσατε με αυτούς;
Ν.Ε.: Ναι και με πήρανε τηλέφωνο από την κοινότητα. Μου λένε θέλεις να μιλήσεις με έναν από αυτούς που σε είδανε; Λέω βεβαίως θέλω να του μιλήσω, να δω τι θα μου πει. Με πήρε τηλέφωνο. Του δώσανε το τηλέφωνό μου και με πήρε. Μου λέει σε είδαμε στην τηλεόραση και στενοχωρηθήκαμε. Πάρα πολύ λυπηθήκαμε. Γιατί λέω, επειδή ζω λυπηθήκατε; Είχατε την εντύπωση ότι πέθανα; Ναι λέει είχαμε την εντύπωση ότι είχες πεθάνει, δεν περιμέναμε να ζήσεις στα χάλια που σε είδαμε. Ήμουνα βουτηγμένη μέσα στο αίμα. Δικό μου αίμα αλλά και άλλων. Ήταν λίμνη το αίμα όπως ξάπλωσα στους νεκρούς επάνω; Και τους λέω τι έγινε τώρα που με είδατε; Ζήτησαν να τους συγχωρήσω. Λέω ναι, αλλά δεν μου λες τώρα, τον ρωτάω, εσύ ποιος είσαι από τους δυο; Τον έναν τον έλεγαν Βαγγέλη, τον άλλο Δημήτρη
Δ: Τους ξέρατε;
Ν.Ε.: Όχι, δεν τους ήξερα. Αυτός μου είπε στο τηλέφωνο, ήμασταν μαζί με τον Βαγγέλη, εγώ λέγομαι Δημήτρης και ο άλλος Βαγγέλης. Λέω ποιος όμως από τους δύο ήθελε να με σκοτώσει και ποιος δεν το άφηνε; Δεν το παραδέχτηκε. Όχι, δεν θέλαμε να σε σκοτώσουμε. Ε, πώς δεν θέλατε, αφού κατέβασε το όπλο από τον ώμο και τον έπιασες από τους ώμους να μη με σκοτώσει, πώς γίνεται αυτό; Μου ζήτησε να βρεθούμε από κοντά. Λέω έλα να πιούμε καφέ. Λέω, δεν μου λες σε παρακαλώ, πόση σύνταξη σε βγάλανε που σκότωνες τους ανθρώπους; Και μου το έκλεισε, όταν του το είπα. Μου το έκλεισε. Πέρασε λίγος καιρός, ήταν Χριστούγεννα και περίμενα εγώ, λέω θα με ξανάπάρει αυτός τηλέφωνο για να μου ζητήσει πάλι συγχώρεση και πράγματι με πήρε.
Με πήρε και λέει ποιος είναι στο τηλέφωνο; Μήπως είσαι λέει η κόρη της; Δεν με κατάλαβε την δεύτερη φορά που πήρε τηλέφωνο. Λέω εγώ ναι, η κόρη της είμαι, τι θέλετε; Λυπηθήκαμε για την μαμά σας τόσο πολύ που πέρασε αυτά τα πράγματα και έχουμε και εμείς οικογένειες, έχουμε παιδιά, θέλουμε να ζητήσουμε συγχώρεση. Λέω δεν ξέρω, δεν είναι η μαμά μου εδώ, αλλά δεν χρειάζεται ξανά συγχώρεση. Ας σας συγχωρήσει ο θεός. Τι άλλο να τους πεις;
Δ: Πώς εξηγείς το ότι το χωριό που είχε γύρω στους 2.500 κόσμο, εκείνη την μέρα ήταν γύρω στα 149 άτομα, τα οποία έπιασαν και σκότωσαν. Πώς εξηγείς το ότι δεν είχαμε περισσότερα θύματα;
Ν.Ε.: Κοίταξε, άλλοι φύγανε στο βουνό. Να πρώτα-πρώτα η θεία μου. Εγώ είχα μια θεία με τα παιδιά της και έφυγε και πήγε στο βουνό. Όσοι φοβόντουσαν, πιο δειλοί, φύγανε. Η αδερφή μου ξεκίνησε να φύγει, πήγε μέχρι το σημείο που σήμερα βρίσκεται το μνημείο και γύρισε πίσω. Τι, χαζή είμαι λέει; Έτσι θα σκοτώνουνε τον κόσμο; Εμείς δεν έχουμε ιδέα από τίποτα, γιατί να μας σκοτώσουν;
Δ: Δεν είχε γίνει κάτι παρόμοιο…
Ν.Ε.: Όχι. Τότε ο κόσμος, είχε συναναστροφές με τους Γερμανούς.
Δ: Οπότε δεν φοβότανε.
Ν.Ε.: Όχι, δεν φοβότανε. Εμείς μικρά ήμασταν. Εδώ είχε βίλες, εβραίικες βίλες, όπου καθόντουσαν Γερμανοί. Ερχόμασταν εδώ, στους Γερμανούς, παίζαμε, τους φέρναμε αυγά και μας έδιναν ζάχαρη που δεν είχαμε, κότες σφαγμένες και μας τις πλήρωναν. Δεν μας πείραζαν οι Γερμανοί καθόλου, δεν μας πείραζαν, τώρα ήταν αυτό το σύστημά τους; Ξέρω εγώ; Τώρα τι έγινε στα τελευταία δεν ξέρω... Εκεί στα Καλάβρυτα, γυναίκες δεν σκοτώνανε, μονάχα άντρες και παιδιά από 12 χρονών και επάνω, από 12 χρονών και κάτω δεν σκοτώνανε. Τώρα τι διαταγές είχανε και πώς τις είχαν τις διαταγές δεν ξέρω.
Δ: Μήπως η παρουσία του Σούμπερτ συνέβαλε στο να γίνουν πιο σκληροί… Μήπως έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί σκοτώνανε όποιον έβρισκαν μπροστά τους;
Ν.Ε.: Ναι, κοίταξε τώρα, για παράδειγμα αυτός ο ταγματασφαλίτης να τον πω εγώ, ο Δημήτρης όπως μου είπε ότι τον λένε, όταν τον ρώτησα πώς ήρθατε εσείς και σκοτώνατε; γιατί το κάνατε; Μου απάντησε ήταν 20 χρονών παιδιά, τους είπαν πηγαίνετε στον Χορτιάτη και ότι θέλετε κάντε. Τους διέταξαν οι Γερμανοί να έρθουν στον Χορτιάτη μου είπε. Και ήρθαν με τα GMC τότε, με τα στρατιωτικά τα αυτοκίνητα των Γερμανών. Και επειδή σας είπαν λέω ότι θέλετε κάντε, εσείς όποιον βρίσκατε σκοτώνατε; Αυτή ήταν η διαταγή που είχαμε μου είπε.
ΝΑΝΑΚΟΥΔΗ ΕΛΕΝΗ (Ν.Ε.): Ήμουνα δέκα, δέκα μισό.
Δ: Εσείς εκείνη την εποχή καταλαβαίνατε τι γινόταν στο χωριό με τους Γερμανούς;
Ν.Ε.: Ε, όχι, εγώ μικρή ήμουνα τότε, δέκα χρονών.Δεν ξέραμε τι μας περίμενε, δεν περιμέναμε τέτοια πράγματα, όχι. Εκείνη την ημέρα ήρθανε, κατεβήκανε αντάρτες από πάνω από το βουνό, χτυπήσανε έναν Γερμανό. Σκοτώσανε έναν, έναν τραυματίσανε και μετά φύγανε. Οι Γερμανοί ειδοποιήσανε στο Ασβεστοχώρι, ήταν δύναμη εκεί πέρα, Γερμανοί και Έλληνες συνεργάτες τους, και ήρθανε στο χωριό. Εμείς αμέριμνοι, ιδέα δεν είχαμε, καθίσαμε εδώ στο σπίτι, ήρθανε οι Γερμανοί, μας χτυπήσανε την πόρτα, ανοίξαμε, μας μαζέψανε, όσα γυναικόπαιδα βρήκανε. Εγώ ήμουνα με την μάνα μου και την αδερφή μου, μας πήγανε στον κήπο.
Δ: Διάβασα ότι όταν έγινε το χτύπημα αυτό, πολλοί ειδοποιήθηκαν και έφυγαν στα βουνά.
Ν.Ε.: Όχι, δεν ειδοποιήθηκαν πολλοί, απλώς όσοι φοβήθηκαν φύγανε στο βουνό. Και η αδερφή μου ξεκίνησε να φύγει και ξαναγύρισε. Λέει γιατί να φύγω, τι φταίμε εμείς, τι ξέρουμε, δεν έχουμε ιδέα από τίποτα και γύρισε πίσω. Και μας μαζέψανε εδώ στον κήπο, στο Μπαντάτσιο, ένα κέντρο που ήταν εκεί. Μας μαζέψανε, μας βάλανε και καθίσαμε στην πίστα του κέντρου, εκεί μας βρίζανε Έλληνες. Όταν λέμε Έλληνες, εννοούμε συνεργάτες των Γερμανών. Μας βρίζανε, οι άντρες σας είναι αντάρτες μας λέγανε, οι γυναίκες έλεγαν όχι, στην δουλειά είναι, στα χωράφια είναι οι άντρες μας. Μετά, αφού συγκεντρωθήκαμε αρκετοί, ρωτούσαμε τι θα γίνει, τι θα μας κάνουνε. Ήρθανε και τρία αγοράκια κλαίγοντας. Τα ρωτήσανε οι γυναίκες γιατί κλαίτε, γιατί σκοτώσανε την μαμά μας στην αυλή, της κόψανε τα δάχτυλα, της βγάλανε τα δαχτυλίδια και μετά την σκοτώσανε. Τότε καταλάβαμε τι μας περίμενε.
Δ: Πόσα άτομα ήσασταν;
Ν.Ε.: Εμείς εδώ πρέπει να ήμασταν καμιά εβδομήντα άτομα. Μας βάλανε τρεις-τρεις στην σειρά. Ακούσαμε να λένε "πού θα τους πάμε να τους εκτελέσουμε". Κάποιος είπε στο νεκροταφείο. Άκουσα έναν άλλον να λέει, "όχι στο νεκροταφείο θα μας φύγουνε, είναι χαμηλός ο τοίχος. Μην μας φύγει κανείς". Αντίθετα, ο φούρνος ήταν εδώ δίπλα στο σπίτι μας. "Θα τους βάλουμε μέσα στο φούρνο, είναι μεγάλο το οίκημα, θα χωρέσουνε", είπε κάποιος άλλος.
Δ: Εσείς τα ακούγατε όλα αυτά.
Ν.Ε.: Βέβαια τα άκουγα. Μόλις άκουσα τι λέγανε κρεμάστηκα από της αδερφής μου το λαιμό και της είπα θα μας σκοτώσουνε. "Όχι εσάς" μου είπε, "εμάς τους μεγάλους, τα μικρά δεν τα σκοτώνουν" μου είπε η αδερφή μου. Είκοσι χρονών ήταν αυτή. Ανοίξανε τις πόρτες, μας βάλανε στον φούρνο, εμείς που ήμασταν από τις πρώτες στην γραμμή ανεβήκαμε στο ζυμωτήριο επάνω. Μας είπαν να καθίσουμε. Καθίσαμε, στήσανε μπροστά ένα πολυβόλο στην πόρτα, στο ζυμωτήριο επάνω και άρχισαν να μας ρίχνουν. Σκοτώθηκε η μαμά μου πρώτα, μετά η αδερφή μου, μετά άρχισαν να φέρνουν δέματα χόρτα και μας τα έριξαν πάνω μας. Βάλανε φωτιά. Είδα μία κυρία κατέβαινε με το μωρό της αγκαλιά, πιάστηκα πίσω από την ρόμπα της και κατέβηκα κάτω. Εκεί ήταν όλοι σκοτωμένοι και κάτω γεμάτο με νεκρούς. Η κυρία αυτή δρασκέλισε την πόρτα να κατεβεί, εκείνη την ώρα βρέθηκαν μπροστά της, εγώ θα τους πω ταγματασφαλίτες, και άκουσα που να της λένε "κυρία μου που πας;" και την μαχαίρωσαν.
Έπεσε αυτή ανάμεσα στην πόρτα, εγώ όπως ήμουνα μικρή δεν με είδανε πίσω. Μπήκα κάτω από τον πάγκο και δεν με είδανε. Πέρασε λίγη ώρα και βγήκα. Είδα ησυχία εκεί στην αυλή και βγήκα άκουσα κουβέντες στον δρόμο. Που να πάω; Και έξω στην αυλή είχε σκοτωμένους αρκετούς, όσοι δεν χωρούσαν τους σκοτώνανε στην αυλή και έπεσα μπρούμυτα εκεί επάνω στους σκοτωμένους και έκανα τη νεκρή. Εκεί πέρασε αρκετή ώρα, δίπλα μου ήταν μια κυρία, θήλαζε το μωρό της. Ήταν νεκρή και το μωρό θήλαζε. Μια έκλαιγε, μια θήλαζε, ήρθαν οι ταγματασφαλίτες και βλέπανε το μωρό και γελούσαν που θήλαζε από την μάνα. Εν τω μεταξύ αυτή αιμοραγούσε ακόμα. Επάνω μου ερχόταν όλο το αίμα, αλλά δεν μιλούσαμε. Τίποτα κανείς. Άρχισαν να μας κλoτσάνε μήπως έχει κανέναν ζωντανό, αλλά δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί ο κόσμος ακόμα ξεψυχούσε και δεν μπορούσαν να καταλάβουν ποιος ήταν ζωντανός ποιος ήταν νεκρός. Εκεί περίμενα λιγάκι. Αρχισε να βραδιάζει, άρχισε να καίγεται το οίκημα, ο φούρνος. Δεν μπορούσαμε να καθίσουμε άλλο, δίπλα ήταν το σπίτι μας, πήγα εκεί.
Δ: Ήταν και άλλοι μαζί σας;
Ν.Ε.: Όχι, εκείνη την ώρα ήμουν μόνη μου. Όλοι οι άλλοι ήταν σκοτωμένοι. Όταν ξεκίνησα να βγω ήταν και δύο παιδάκια πίσω από την πόρτα. Δύο μικρά παιδάκια, αλλά τα έχασα, δεν ξέρω που πήγαν. Εγώ βγήκα έξω, πήγα στο σπίτι το δικό μας που ήταν δίπλα. Δεν ξέρω από πού φύγανε και πώς γλιτώσανε τα παιδάκια αυτά. Από εκεί, από το σπίτι, μόλις βράδιασε, ξεκίνησα να πάω, στα χωράφια. Θυμήθηκα ότι ο μπαμπάς μου ήταν στο χωράφι και ξεκίνησα για το βουνό να πάω να τον βρω. Δύο ώρες δρόμο μακριά. Στον δρόμο με βρήκανε κάτι χωριανοί, είδανε που περπατούσα και με βοήθησαν. Εν τω μεταξύ, εκεί που ανέβαινα στο βουνό, δύο ταγματασφαλίτες με βρήκανε. Αυτοί έκαναν βόλτες, είχαν τα όπλα στους ώμους και κατέβαιναν προς τα κάτω.
Ένας πήγε από εδώ, ένας από εκεί και εγώ στην μέση περίμενα να δω τι θα κάνουν. Κατέβασε το όπλο ο ένας να με σκοτώσει, ο άλλος δεν τον άφησε. "Όχι" λέει δεν θα το σκοτώσεις. Θα το σκοτώσω. "Πού είναι η μαμά σου;" με ρώτησαν. Τους είπα ότι την σκοτώσανε. "Ο μπαμπάς σου αντάρτης είναι;" ρώτησαν. "Όχι στο χωράφι είναι", απάντησα. "Και τώρα που θα πας;", είπαν. "Στον μπαμπά μου", είπα. Θα το σκοτώσω ο ένας, όχι ο άλλος, εγώ περίμενα. Εν τω μεταξύ ήμουν τραυματισμένη, δεν το είχα πάρει είδηση. Στα πόδια μου και στο χέρι μου, τότε είδα. Επειδή την αδερφή μου την κρατούσα αγκαλιά, πέρασε η σφαίρα από της αδερφής μου το κεφάλι και μου έμεινε εδώ στο δικό μου το χέρι και ήταν όλο τούφες από τα μαλλιά της που τραβούσα. Τότε κατάλαβα ότι ήμουνα τραυματισμένη και στα πόδια.
Με άφησαν αυτοί. Είπε ο ένας στον άλλον, δεν χόρτασες, σκότωσες, έκλεψες. Όχι απαντάει και άλλο θέλω, τι είμαι σαν και εσένα, λέει, που δεν έκλεψες ούτε ένα καλούπι σαπούνι. Οι δυο τους τώρα μαλώνουνε, εγώ περιμένω… Πάνε μικρή μου, λέει, εδώ στο ρέμα να μην σε πιάσει καμιά σφαίρα, να μην σε σκοτώσει κανείς. Εγώ νόμιζα πως θα γυρίσω την πλάτη και θα με τουφεκίσουνε και πήγαινα πίσω-πίσω. Λέει ο ένας: Όχι μη φοβάσαι δεν θα τον αφήσω να σε σκοτώσει. Πήγα στο ρέμα, κάθισα λίγο. Μόλις πήρε και βράδιασε τότε έφυγα, πήγα στο βουνό, με συνόδευσε ένας χωριανός μας, με βρήκε στον δρόμο και με πήγε στον πατέρα μου.
Δ: Ο οποίος δεν ήξερε τίποτα;
Ν.Ε.: Είδαν τον καπνό και τους ειδοποίησαν μην κατεβείτε στο χωριό, γιατί το χωριό το καίνε, αλλά δεν ήξεραν ότι σκοτώνανε και τον κόσμο. Εγώ ήξερα που ήταν το χωράφι. Ήρθε ο πατέρας μου και με πήρε. Τι να με κάνει νύχτα στο βουνό; Έβγαλε το πουκάμισό του, το έσκισε, μου έριξε ούζο και καπνό στα τραύματά μου και με το πουκάμισό έδεσε τις πληγές.
Δ: Του είπατε;
Ν.Ε.: Που είναι η μαμά; ρώτησε. Την σκοτώσανε. Πού είναι η αδερφή σου; Την σκοτώσανε…
Δ: Μετά γυρίσατε;
Ν.Ε.: Που να γυρίσουμε; Το χωριό στάχτη, το σπίτι στάχτη, που να γυρίσουμε. Με πήρε καβάλα στο άλογο ο μπαμπάς μου και ο αδερφός μου, που ήταν μαζί με τον μπαμπά μου. Μας είπανε πως έχει αντάρτες στην Περιστερά και να πάμε εκεί. Εκεί πήγαμε. Προσπάθησαν να μου καθαρίσουν τις πληγές. Στέγνωσε ο καπνός και δεν έβγαινε με τίποτα. Εγώ έκλαιγα ο γιατρός μου έδωσε και ένα χαστούκι γιατί έκλαιγα. Από εκεί ήρθαν οι Γερμανοί, μας πήρανε είδηση, τους ειδοποιήσανε ότι στην Περιστερά έχει αντάρτες και ήρθανε με τα αεροπλάνα και άρχισαν χαμηλά να ρίχνουν. Από εκεί, από ρέμα σε ρέμα, με είχανε με ένα φορείο, μια παλιά κουρελού και δύο ξύλα και με κουβαλούσανε μέσα στα βουνά. Πήγαμε στο Λιβάδι, εκεί είχε αντάρτες. Εκεί κάθε μέρα με αλλάζανε τις πληγές, αλλά το χέρι μου άρχισε να παθαινει σαν γάγγραινα, είχε μολυνθεί.
Δ: Δεν είχαν βγάλει την σφαίρα;
Ν.Ε.: Όχι, δεν το ήξεραν, δεν μπορούσε να το καταλάβει ο γιατρός, είχε παραμορφωθεί η παλάμη μου. Είχε και έναν Ιταλό γιατρό αιχμάλωτο, που του είπε πως το παιδί έχει σφαίρα μέσα στο χέρι του. Όχι, δεν έχει, θα κόψουμε το χέρι, του απαντούσε. Μάλιστα είπε πως αύριο στις δέκα θα πάμε να κόψουμε το χέρι του παιδιού. Ο Ιταλός είπε στον πατέρα μου, πως θα έρθει κρυφά τη νύχτα, να μην φοβηθεί, και θα βγάλει τη σφαίρα από το χέρι μου. Είπε στον πατέρα μου να μη φοβηθεί, για να μην τον πάρουν είδηση και τον σκοτώσουν. Πράγματι, τη νύχτα σηκώθηκε κρυφά, ήρθε με τον αναπτήρα του μπαμπά μου και το σακάκι, στο εκκλησάκι που κοιμόμασταν, έξω από το Λιβάδι, για να μη φανεί φως μέσα στη νύχτα στο βουνό και μου έβγαλε το μολύβι. Την άλλη μέρα, η ώρα δέκα που ετοίμασαν τα πάντα να μου κόψουν το χέρι, άρχισε ο Μάριος, Μάριο τον έλεγαν, να λέει γιατρέ βλέπω το χέρι πάει καλύτερα. Ναι, ναι είπε και ο γιατρός, δεν θα το κόψουμε, πάει προς το καλύτερο. Με γλίτωσαν από εκεί το χέρι μου. Και έτσι, σιγά-σιγά, συνήλθα.
Δ: Μετά τι κάνατε; Γυρίσατε;
Ν.Ε.: Μετά γυρίσαμε. Ύστερα από 15 μέρες. Από εκεί μας κυνήγησαν τα αεροπλάνα, οι Γερμανοί και βρεθήκαμε στο Πετροκέρασο. Εκεί καθίσαμε λίγο καιρό, αλλά εγώ δεν γινόταν να καθίσω, δεν γιατρευόμουνα με τα φάρμακα που είχαν οι αντάρτες. Δεν μπορούσα. Και με πήρε ο μπαμπάς μου με κατέβασε, στον Άγιο Βασίλη, είχα μία θεία που είχε ένα σπίτι στο Πετροκέρασο. Και εκεί κάθε μέρα με πήγαιναν στους γιατρούς, μου φτιάχνανε τα τραύματά μου.
Δ: Αυτά έγιναν το ’44;
Ν.Ε.: Το ’44, σε λίγο καιρό φύγανε και οι Γερμανοί, αλλά ήταν εμείς να περάσουμε την μπόρα αυτή.
Δ: Είχε αντάρτες τότε στον Χορτιάτη;
Ν.Ε.: Ε, στο βουνό θα είχε, αλλά μήπως ξέραμε εμείς. Δεν είχαμε ιδέα εμείς τι είχε και τι δεν είχε. Μπορεί οι μεγάλοι να είχανε, εγώ δεν ήξερα τέτοια πράγματα.
Δ: Πόσοι σκοτώθηκαν;
Ν.Ε.: 149 άτομα.
Δ: Και πάρα πολλά παιδιά...
Ν.Ε.: Παιδιά, γέροι, νέοι. Δεν εξαιρούσανε ηλικία ή άντρας ή γυναίκα. Ό,τι έβρισκαν μπροστά τους σκοτώνανε και όχι Γερμανοί. Γιατί εγώ όταν ξεκίνησα να φύγω από το σπίτι μας, που καιγόταν, να πάω στο βουνό, στον δρόμο εδώ ακριβώς κάνανε βόλτες Γερμανοί. Με είδανε, ούτε καν γύρισαν να μου μιλήσουν.
Δ: Ποιοι δηλαδή ήταν αυτοί; Οι Έλληνες;
Ν.Ε.: Αυτοί που σκοτώνανε ήταν Έλληνες, εγώ δεν είδα Γερμανό να σκοτώνει. Οι Έλληνες, οι Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών και ύστερα από τόσα χρόνια, έχει τώρα, πόσα χρόνια έχει, έχει 4-5 χρόνια, παραπάνω πρέπει να έχει, με είδανε στην τηλεόραση που μιλούσα, οι ταγματασφαλίτες, που είχα συναντήσει εκείνο το βράδυ. Ο ένας που ήθελε να με σκοτώσει και ο άλλος που δεν τον άφηνε. Αυτοί νόμιζαν πως είχα πεθάνει. Σκέφτηκαν πως δεν θα μπορούσα να επιβιώσω μόνη μου μέσα στη νύχτα. Με είδανε στην τηλεόραση και πήρανε τηλέφωνο στην κοινότητα για να δουν αν θέλω να μιλήσουμε.
Δ: Και μιλήσατε με αυτούς;
Ν.Ε.: Ναι και με πήρανε τηλέφωνο από την κοινότητα. Μου λένε θέλεις να μιλήσεις με έναν από αυτούς που σε είδανε; Λέω βεβαίως θέλω να του μιλήσω, να δω τι θα μου πει. Με πήρε τηλέφωνο. Του δώσανε το τηλέφωνό μου και με πήρε. Μου λέει σε είδαμε στην τηλεόραση και στενοχωρηθήκαμε. Πάρα πολύ λυπηθήκαμε. Γιατί λέω, επειδή ζω λυπηθήκατε; Είχατε την εντύπωση ότι πέθανα; Ναι λέει είχαμε την εντύπωση ότι είχες πεθάνει, δεν περιμέναμε να ζήσεις στα χάλια που σε είδαμε. Ήμουνα βουτηγμένη μέσα στο αίμα. Δικό μου αίμα αλλά και άλλων. Ήταν λίμνη το αίμα όπως ξάπλωσα στους νεκρούς επάνω; Και τους λέω τι έγινε τώρα που με είδατε; Ζήτησαν να τους συγχωρήσω. Λέω ναι, αλλά δεν μου λες τώρα, τον ρωτάω, εσύ ποιος είσαι από τους δυο; Τον έναν τον έλεγαν Βαγγέλη, τον άλλο Δημήτρη
Δ: Τους ξέρατε;
Ν.Ε.: Όχι, δεν τους ήξερα. Αυτός μου είπε στο τηλέφωνο, ήμασταν μαζί με τον Βαγγέλη, εγώ λέγομαι Δημήτρης και ο άλλος Βαγγέλης. Λέω ποιος όμως από τους δύο ήθελε να με σκοτώσει και ποιος δεν το άφηνε; Δεν το παραδέχτηκε. Όχι, δεν θέλαμε να σε σκοτώσουμε. Ε, πώς δεν θέλατε, αφού κατέβασε το όπλο από τον ώμο και τον έπιασες από τους ώμους να μη με σκοτώσει, πώς γίνεται αυτό; Μου ζήτησε να βρεθούμε από κοντά. Λέω έλα να πιούμε καφέ. Λέω, δεν μου λες σε παρακαλώ, πόση σύνταξη σε βγάλανε που σκότωνες τους ανθρώπους; Και μου το έκλεισε, όταν του το είπα. Μου το έκλεισε. Πέρασε λίγος καιρός, ήταν Χριστούγεννα και περίμενα εγώ, λέω θα με ξανάπάρει αυτός τηλέφωνο για να μου ζητήσει πάλι συγχώρεση και πράγματι με πήρε.
Με πήρε και λέει ποιος είναι στο τηλέφωνο; Μήπως είσαι λέει η κόρη της; Δεν με κατάλαβε την δεύτερη φορά που πήρε τηλέφωνο. Λέω εγώ ναι, η κόρη της είμαι, τι θέλετε; Λυπηθήκαμε για την μαμά σας τόσο πολύ που πέρασε αυτά τα πράγματα και έχουμε και εμείς οικογένειες, έχουμε παιδιά, θέλουμε να ζητήσουμε συγχώρεση. Λέω δεν ξέρω, δεν είναι η μαμά μου εδώ, αλλά δεν χρειάζεται ξανά συγχώρεση. Ας σας συγχωρήσει ο θεός. Τι άλλο να τους πεις;
Δ: Πώς εξηγείς το ότι το χωριό που είχε γύρω στους 2.500 κόσμο, εκείνη την μέρα ήταν γύρω στα 149 άτομα, τα οποία έπιασαν και σκότωσαν. Πώς εξηγείς το ότι δεν είχαμε περισσότερα θύματα;
Ν.Ε.: Κοίταξε, άλλοι φύγανε στο βουνό. Να πρώτα-πρώτα η θεία μου. Εγώ είχα μια θεία με τα παιδιά της και έφυγε και πήγε στο βουνό. Όσοι φοβόντουσαν, πιο δειλοί, φύγανε. Η αδερφή μου ξεκίνησε να φύγει, πήγε μέχρι το σημείο που σήμερα βρίσκεται το μνημείο και γύρισε πίσω. Τι, χαζή είμαι λέει; Έτσι θα σκοτώνουνε τον κόσμο; Εμείς δεν έχουμε ιδέα από τίποτα, γιατί να μας σκοτώσουν;
Δ: Δεν είχε γίνει κάτι παρόμοιο…
Ν.Ε.: Όχι. Τότε ο κόσμος, είχε συναναστροφές με τους Γερμανούς.
Δ: Οπότε δεν φοβότανε.
Ν.Ε.: Όχι, δεν φοβότανε. Εμείς μικρά ήμασταν. Εδώ είχε βίλες, εβραίικες βίλες, όπου καθόντουσαν Γερμανοί. Ερχόμασταν εδώ, στους Γερμανούς, παίζαμε, τους φέρναμε αυγά και μας έδιναν ζάχαρη που δεν είχαμε, κότες σφαγμένες και μας τις πλήρωναν. Δεν μας πείραζαν οι Γερμανοί καθόλου, δεν μας πείραζαν, τώρα ήταν αυτό το σύστημά τους; Ξέρω εγώ; Τώρα τι έγινε στα τελευταία δεν ξέρω... Εκεί στα Καλάβρυτα, γυναίκες δεν σκοτώνανε, μονάχα άντρες και παιδιά από 12 χρονών και επάνω, από 12 χρονών και κάτω δεν σκοτώνανε. Τώρα τι διαταγές είχανε και πώς τις είχαν τις διαταγές δεν ξέρω.
Δ: Μήπως η παρουσία του Σούμπερτ συνέβαλε στο να γίνουν πιο σκληροί… Μήπως έτσι μπορούμε να εξηγήσουμε γιατί σκοτώνανε όποιον έβρισκαν μπροστά τους;
Ν.Ε.: Ναι, κοίταξε τώρα, για παράδειγμα αυτός ο ταγματασφαλίτης να τον πω εγώ, ο Δημήτρης όπως μου είπε ότι τον λένε, όταν τον ρώτησα πώς ήρθατε εσείς και σκοτώνατε; γιατί το κάνατε; Μου απάντησε ήταν 20 χρονών παιδιά, τους είπαν πηγαίνετε στον Χορτιάτη και ότι θέλετε κάντε. Τους διέταξαν οι Γερμανοί να έρθουν στον Χορτιάτη μου είπε. Και ήρθαν με τα GMC τότε, με τα στρατιωτικά τα αυτοκίνητα των Γερμανών. Και επειδή σας είπαν λέω ότι θέλετε κάντε, εσείς όποιον βρίσκατε σκοτώνατε; Αυτή ήταν η διαταγή που είχαμε μου είπε.
ΠΗΓΗ: tvxs.gr