10 Ιουνίου 1944: Οι
Γερμανοί ναζί μπαίνουν στην κωμόπολη του Διστόμου. Αποκλείουν τις
εισόδους και αρχίζουν τις έρευνες στα σπίτια, αναζητώντας μαχητές του
ΕΛΑΣ, χωρίς αποτέλεσμα. Οι κατοχικές δυνάμεις συγκεντρώνουν όλους τους
κατοίκους, άντρες και γυναίκες, αρκετές μαζί με τα μωρά τους. Η σφαγή
είναι ολοκληρωτική. Στη συνέχεια πυρπολούν τα σπίτια. Το Δίστομο
ξεκληρίζεται. Στα πτώματα, πάνω στα άψυχα κατακρεουργημένα κορμιά, έχει
απομείνει αποτυπωμένη η ανείπωτη φρίκη. Το ολοκαύτωμα του πυρπολημένου
Διστόμου αποτελεί κορυφαίο τεκμήριο της κτηνωδίας του ναζισμού: 218
εκτελεσμένοι. Ανάμεσά τους 114 γυναίκες, 45 παιδιά και έφηβοι, 20 βρέφη…
Ο Παναγιώτης Περγαντάς, 22 χρόνων τότε, αφηγείται (η καταγραφή της μαρτυρίας έγινε από τον Στάθη Σταθά): «Φτάνω
σε απόσταση διακόσια μέτρα από τα πρώτα σπίτια. Το σπίτι της αδερφής
μου Φρόσως ήταν στην άκρη. Ακούω μια γυναικεία φωνή να σκούζει, να
οδύρεται, να θρηνολογεί. Ήταν η μάνα μου. Φτάνω τρέχοντας και τι να δω! Την
αδερφή μου κομματιασμένη, βιασμένη, κατακρεουργημένη. Κατασκισμένα
ρούχα και σάρκες είχαν γίνει ένα. Το αίμα έτρεχε από τα σκέλια της. Τα
βυζιά της κατασφαγμένα, φέτες. Το πρόσωπό της παραμορφωμένο και σ’ όλο
το σώμα σημάδια άγριας πάλης. Δίπλα της σε μια κούνια το μικρό κορίτσι
της τη Ζωή, εφτά μηνών, το είχαν ξεκοιλιάσει, του είχαν κόψει το λαιμό
και κρέμονταν τα λαρύγγια του στο στήθος μπλεγμένα με τα βγαλμένα
έντερα. Το αγόρι της(…) έτρεξε να κρυφτεί στο διπλανό σπίτι του
Νταγιαλή. Οι εγκληματίες το κυνήγησαν και το εκτέλεσαν τινάζοντάς του
τα μυαλά στον αέρα κάτω από τη σκάλα. Επίσης και το άλλο κορίτσι της
ίδιας αδερφής μου, την Ελένη, εφτά χρονών, το έσφαξαν κι αυτό. Τέλος, ο
πεθερός της αδερφής μου εκτελέστηκε μπροστά στη Δημαρχία μαζί με τον
Θανάση Πανουργιά. Την επομένη το πρωί τους θάψαμε όλους σε ομαδικό τάφο
μπροστά στην αυλή του σπιτιού τους».
Σε ειδική έκθεσή της η V ταξιαρχία του ΕΛΑΣ, καταγράφει: «Σκότωσαν αδιάκριτα, γέρους, μωρά, εξαμηνίτικα, γριές, τα παιδιά του σχολείου (όλα στην αίθουσα του σχολείου) κι αυτόν τον παπά. Βρέθηκαν
όλες σχεδόν οι γυναίκες σχισμένες με ξίφος ή μαχαίρι από τα γεννητικά
τους όργανα μέχρι το στήθος, βρέθηκαν γυναίκες με κομμένους τους
μαστούς, ξεκοιλιασμένες με τα παιδιά στην αγκαλιά τους, βρέθηκαν μικρά
παιδιά σφαγμένα και ξεκοιλιασμένα και τα έντερα περασμένα στο λαιμό. Του
παπά του κόψαν το κεφάλι και το είχαν πεταμένο μακριά από το πτώμα του.
Ολόκληρες οικογένειες σφαγιάστηκαν… Ολα τα σπίτια ληστεύτηκαν… Πολλοί
κάτοικοι τρελάθηκαν και υπάρχουνε πολλοί τραυματισμένοι…».
Στην χώρα μας, υπάρχουν θαυμαστές των
«Ες –Ες»! Υπάρχουν οπαδοί και ιδεολογικοί απόγονοι εκείνων που μακέλεψαν
το Δίστομο. Γράφει η «Χρυσή Αυγή» στο περιοδικό της (τεύχος 34, 1988,
σ. 7) σε άρθρο υπό τον τίτλο«ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ. ΣΥΝΟΨΗ ΤΩΝ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ»:
«Τα SS αποτέλεσαν τον πρώτο συνειδητό Ευρωπαϊκό Στρατό υπερασπιστή της Φυλής και του πολιτισμού της, υπήρξαν οι αριστείς του Αίματος και της Τιμής, οι φορείς του ηρωικού πνεύματος των ιπποτών και της Αρίας παραδόσεως. Τα SS περιέλαβαν στις τάξεις τους το εκλεκτότερο άνθος της
Ευρωπαϊκής Νεολαίας όλων των εθνικοτήτων και είναι εκείνα που έδωσαν
μέχρις εσχάτων τη μάχη του Πολιτισμού κατά της βαρβαρότητας, μάχη που
την πλήρωσαν βαρύτερα από οιονδήποτε άλλον με ακριβό φόρο Αρίου Αίματος.
Είναι γεγονός ότι τα SS υπήρξαν οι τελευταίοι υπερασπιστές της Ευρώπης
που κατέρρεε και όταν οι άλλοι επρόδιδαν, αυτοί έπιπταν μέχρις ενός στον
υπέρ όλων Αγώνα. Αυτή την ευγενή τάξη των μαχητών κατασυκοφάντησαν
και διέβαλαν οι δημοκράτες και μπολσεβίκοι συστηματικά μετά το τέλος
του πολέμου. Διότι γνώριζαν πως αν η αλήθεια πρόβαλε στο φως ο
Εθνικοσοσιαλισμός θα ξανάνθιζε στην Ευρώπη».
Τα «Ες-Ες», αυτά
τα τάγματα της φρίκης και του εξανδραποδισμού, αυτά τα ανθρωποειδή του
ναζισμού που κατάσφαξαν το Δίστομο, ήταν – κατά την «Χρυσή Αυγή» – το
«εκλεκτότερο άνθος» των «ιπποτών» και της «ευγενούς τάξης των μαχητών»…
Το ποιήμα του Νίκου Καββαδία "Federico Garcia Lorca", είναι μια ρεαλιστική απεικόνιση της εκτέλεσης των 200 κομμουνιστών στην Καισαριανή από τους Γερμανούς (1/5/1944), της
ομαδικής σφαγής των κατοίκων του Διστόμου Βοιωτίας απ' τους ναζιστές και
ταγματασφαλίτες (10/6/1944) καθώς και τηςδολοφονίας του μεγάλου Ισπανού ποιητή, Λόρκα,
από τους φρανκιστές (Αύγ. 1936).
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Εκτέλεση: Γιάννης Κούτρας
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ'αχαμνά του
Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει
Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια
Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.
Στίχοι: Νίκος Καββαδίας
Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος
Εκτέλεση: Γιάννης Κούτρας
Ανέμισες για μια στιγμή το μπολερό
και το βαθύ πορτοκαλί σου μεσοφόρι
Αύγουστος ήτανε δεν ήτανε θαρρώ
τότε που φεύγανε μπουλούκια οι σταυροφόροι
Παντιέρες πάγαιναν του ανέμου συνοδειά
και ξεκινούσαν οι γαλέρες του θανάτου
στο ρογοβύζι ανατριχιάζαν τα παιδιά
κι ο γέρος έλιαζε, ακαμάτης, τ'αχαμνά του
Του ταύρου ο Πικάσο ρουθούνιζε βαριά
και στα κουβέλια τότε σάπιζε το μέλι
τραβέρσο ανάποδο, πορεία προς το βοριά
τράβα μπροστά, ξοπίσω εμείς και μη σε μέλει
Κάτω απ' τον ήλιο αναγαλιάζαν οι ελιές
και φύτρωναν μικροί σταυροί στα περιβόλια
τις νύχτες στέρφες απομέναν οι αγκαλιές
τότες που σ' έφεραν, κατσίβελε, στη μπόλια
Ατσίγγανε κι αφέντη μου με τι να σε στολίσω;
φέρτε το μαυριτάνικο σκουτί το πορφυρό
στον τοίχο της Καισαριανής μας φέραν από πίσω
κι ίσα ένα αντρίκειο ανάστημα ψηλώσαν το σωρό.
Κοπέλες απ' το Δίστομο, φέρτε νερό και ξύδι
κι απάνω στη φοράδα σου δεμένος σταυρωτά
σύρε για κείνο το στερνό στην Κόρδοβα ταξίδι
μέσα απ' τα διψασμένα της χωράφια τα ανοιχτά
Βάρκα του βάλτου ανάστροφη
φτενή δίχως καρένα
σύνεργα που σκουριάζουνε σε γύφτικη σπηλιά
σμάρι κοράκια να πετάν στην έρημην αρένα
και στο χωριό να ουρλιάζουνε τη νύχτα εφτά σκυλιά.