Σελίδες

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2019

Γεννήθηκε και πέθανε στις 18 Ιανουαρίου

Λέγεται, ότι για να περιγράψει κανείς τον Βασίλη Τσιτσάνη αρκεί να παρακολουθήσει το ζεϊμπέκικο που χορεύει ο Γιάννης Τσαρούχης όταν τον κάλεσε στη σκηνή. 
«Θα κάνω ντου βρε πονηρή» τραγουδά ο Τσιτσάνης, και ο Τσαρούχης χορεύει ένα στιβαρό ζεϊμπέκικο με μοναδικά λιτό τρόπο που παραπέμπει σε θρησκευτική ευλάβεια. 
Δύο λαϊκοί δημιουργοί σε μια μοναδική συνύπαρξη· και οι δύο έβαλαν από ένα λιθαράκι σε αυτό που ονομάζουμε νεοελληνικό λαϊκό πολιτισμό.
 Ο Βασίλης Τσιτσάνης γεννήθηκε στα Τρίκαλα στις 18 Ιανουαρίου 1915 από Ηπειρώτες γονείς. Έμελλε να πεθάνει την ημέρα των γενεθλίων του,  στις 18 Ιανουαρίου 1984.

 Ο πατέρας του, τσαρουχάς στο επάγγελμα, είχε ένα μαντολίνο, με το οποίο έπαιζε κλέφτικα τραγούδια. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία.
Παρότι τον συνέπαιρνε η μουσική, έπιασε για πρώτη  φορά όργανο στα χέρια του μετά τον θάνατο του πατέρα του το 1926.
Ήταν ένα μαντολίνο, που κάποιος ντόπιος οργανοποιός είχε μετατρέψει σε μπουζούκι.
Στα γυμνασιακά του χρόνια άρχισε να αποκτά κάποιες γνώσεις μουσικής, μαθαίνοντας βιολί. Με αυτό συμμετείχε και σε κάποιες τοπικές εκδηλώσεις, προκειμένου να συνεισφέρει οικονομικά στην οικογένειά του. 
 Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια». Τον επόμενο χρόνο γνώρισε τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πήγε στη δισκογραφική εταιρεία «Οντεόν», όπου ηχογράφησε το πρώτο του τραγούδι:  «Σ’ έναν τεκέ σκαρώσανε» (1937).



Το πρώτο τραγούδι του Τσιτσάνη 

Σ' έναν τεκέ σκαρώσαμε
Τραγούδι: Γεωργία Μηττάκη
 Δίσκος: Odeon GA 1929
Σύνθεση: Βασίλης Τσιτσάνης, Δημήτρης Περδικόπουλος
Aθήνα, 1 Φεβρουαρίου 1936
 διεύθυνση ορχήστρας: Σπύρος Περιστέρης

 Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε τρεις μάγκες φιλαράκοι 
τον αργελέ σκαρώσανε με προυσιανό μαυράκι 

 Φίνο τεκέ σκαρώσανε, που δούλευε ρολόι 
και πήγαινε και φούμερνε όλο το σκυλολόι 

 Και η Γεωργία η τρανή με κέφι και μεράκι 
σαμπαχαδάκι έλεγε με φίνο μπουζουκάκι 

Ωμάν,αχ, μεντέτ, αμάν, αχ, ωχ, αμάν αμάν, αχ! -
Γεια σου, Γεωργία μερακλού! 

Κι αφού την πίναν έξυπνα οι μάγκες οι λεβέντες 
τον ντεκετζή εδιάταξαν τις λουλαδιές ντουμπλέδες