Ενα μοναδικό ντοκουμέντο
Εικόνες από την είσοδο των επαναστατών στην Αβάνα την 1η Ιανουαρίου του 1959.
31 Δεκεμβρίου 1958. Αβάνα
Προεδρικό Μέγαρο. Ο στρατηγός Φουλχένσιο Μπατίστα δεν είχε ντυθεί.
Φορούσε τη μεταξωτή του ρόμπα και από μέσα μια λευκή μπλούζα. Στο δεξί
του χέρι κρατούσε ένα σβησμένο Partagas No 4 και κοίταζε με άδειο βλέμμα
το προσωπικό του ανακτόρου του, που πακετάριζε την οικοσκευή του.
Προχώρησε και ο ήχος από τις παντόφλες του στο μάρμαρο του κτηρίου τον
έκανε να βουρκώσει. Σε λίγο θα αποχωριζόταν όλα αυτά τα μεγαλεία.
Κρύος ιδρώτας τον είχε λούσει στο άκουσμα της είδησης:
Ο κομμουνιστής,
ο τρελός γιατρός από την Αργεντινή, είχε καταφέρει να διαλύσει την
αντίσταση των κυβερνητικών στρατευμάτων στη Σάντα Κλάρα, είχε ενωθεί με
τους ξυπόλητους του Φιντέλ Κάστρο και βάδιζαν προς την Αβάνα.
Ο
στρατηγός Μπατίστα είχε ελάχιστες ώρες μέχρι να αναχωρήσει από τη χώρα,
αν ήθελε να ζήσει. Όλα είχαν χαθεί, τα χρήματα, τα χρυσάφια, ο τζόγος,
τα καζίνο, οι όμορφες μελαμψές μικρούλες με το φιδίσιο κορμί, τα πάντα.
Τον είχαν ξεχάσει όλοι, ακόμη και οι φίλοι του οι Αμερικανοί. Και είχε
κάνει τόσα για εκείνους. Ή μήπως όχι; Μέχρι και την Αβάνα είχε
μετατρέψει σε ένα απέραντο μπορντέλο. Καζίνο, τζόγος, ναρκωτικά,
γυναίκες. Ένα μικρό Μαϊάμι για τους φίλους του.
«Συνεχίστε, ηλίθιοι, μην κάθεστε. Ετοιμάστε τα. Αύριο φεύγουμε όλοι
από αυτό το αναθεματισμένο νησί» φώναξε στο υπηρετικό προσωπικό που
εκείνη τη στιγμή στοίβαζε πίνακες, πανάκριβα σερβίτσια, ασημικά,
κρύσταλλα και άλλα είδη και τα τοποθετούσε επιμελώς σε μεγάλες κούτες.
Την 1η Γενάρη του 1959 ο Επαναστατικός Στρατός μπαίνει στην Αβάνα, η κυβέρνηση Μπατίστα πέφτει.
Εκείνο το βράδυ δεν κοιμήθηκε και το επόμενο πρωί, όταν ξημέρωσε η
1η Ιανουαρίου 1959, φόρεσε την επίσημη στρατιωτική του στολή με τις
καλογυαλισμένες μπότες και στάθηκε ο ίδιος μπροστά από την μπουκαπόρτα
του τεράστιου μεταγωγικού αεροσκάφους που περίμενε με αναμμένες τις
μηχανές να απογειωθεί από το αεροδρόμιο.
Επέβλεπε για να διασφαλίσει πως όλα του τα προσωπικά είδη, και
κυρίως οι πίνακες ζωγραφικής, θα φορτώνονταν. Ύστερα θα έμπαινε κι
εκείνος. Όταν όλα ήταν έτοιμα, το μυαλό του έκανε γρήγορα τους
υπολογισμούς: «Όλα φορτώθηκαν. Ευτυχώς και οι πίνακές μου. Δεν
στοιχίζουν και λίγα. 700.000.000 δολάρια. Μου πήρε μια ζωή να τους
συγκεντρώσω». Μια φωνή τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Ήταν ο πιστός
του υπασπιστής: «Στρατηγέ μου, πρέπει να επιβιβαστούμε. Φεύγουμε. Οι
επαναστάτες ήδη μπαίνουν στην πόλη».
Ο Φουλχένσιο Μπατίστα ίσιωσε το καπέλο του, ανέβηκε τις σκάλες του
αεροσκάφους και, πριν προλάβει να καθίσει, εκείνο είχε ήδη αρχίσει να
τροχοδρομεί. Από το παράθυρο κοίταξε από ψηλά για μια τελευταία φορά την
Αβάνα και σκέφτηκε «εις το επανιδείν». Μια κούφια σκέψη που ποτέ δεν θα
γινόταν πραγματικότητα.