Το δράμα των προσφύγων του 1922.
Δυο φορές ξένοι:
Μια στην Μικρά Ασία και μια στην «μητέρα Ελλάδα».
Συγκλονιστικές μαρτυρίες και φωτογραφίες.
Το αντίδοτο
«Ο τόπος μας ξεπάστρεψε- Πέθαναν οι μισοί»
Δυο φορές ξένοι:
Μια στην Μικρά Ασία και μια στην «μητέρα Ελλάδα».
Συγκλονιστικές μαρτυρίες και φωτογραφίες.
Το αντίδοτο
Επειδή,
λοιπόν, πιστεύουμε ότι το καλύτερο αντίδοτο στο δηλητήριο της
ξενοφοβίας, του ρατσισμού και του φασισμού, είναι η ιστορική γνώση, θα
προσπαθήσουμε να αναπαραστήσουμε το περιβάλλον και το κλίμα που
αντιμετώπισαν οι δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες από τη Μικρασία και τον
Πόντο, όταν μετά από την τραγική εμπειρία του ξεριζωμού, έφθασαν στην
Ελλάδα. Σ΄ αυτή την προσπάθεια θα χρησιμοποιήσουμε μόνο τις δικές τους
μαρτυρίες, από τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών και της
Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες.
Πριν
απ΄ αυτό, όμως, αξίζει να σημειώσουμε τη στάση του επίσημου ελληνικού
κράτος, το οποίο ευθυνόταν εξ ολοκλήρου για το δράμα αυτών των ανθρώπων.
Να
θυμίσουμε δηλαδή ότι ο πρώτος τόπος «φιλοξενίας» των προσφύγων από την
Μικρασία, ήταν η Μακρόνησος! Εκεί, όπου είχε στηθεί υγειονομικός σταθμός
(καραντίνα), όπου εξετάζονταν για μολυσματικές ασθένειες όσοι έρχονταν
με τα καράβια από τα μικρασιατικά παράλια.
«Αγέλη προσφύγων»
Αξίζει
όμως να σταθούμε και στο πως αντιμετωπίστηκαν αυτοί οι πρόσφυγες, στην
ίδια τους την πατρίδα, από τον πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο της
εποχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο εκδότης της «Καθημερινής», Γεώργιος
Βλάχος, αυτός που στις 14 Αυγούστου 1922 μία μέρα μετά την έναρξη της
επίθεσης του Κεμάλ Ατατούρκ, που σήμανε την αρχή του τέλους του
μικρασιατικού ελληνισμού, έγραψε το πασίγνωστο άρθρο με τίτλο «Οίκαδε»,
με το οποίο καλούσε την ελληνική κυβέρνηση και το στρατό να
εγκαταλείψουν στην τύχη τους τους Έλληνες της Ιωνίας και του Πόντου. Ο
Βλάχος λοιπόν ακόμη και το 1928 όταν έγραφε, ή μιλούσε για τους
πρόσφυγες, χρησιμοποιούσε δύο λέξεις : «Αγέλη προσφύγων». Ακόμη, ο Νίκος
Κρανιωτάκης, ο φιλομοναρχικός εκδότης της εφημερίδας «Πρωινός Τύπος»,
το 1933 ζητούσε επιτακτικά να επιβληθεί στους πρόσφυγες να φορέσουν
κίτρινα περιβραχιόνια για να τους διακρίνουν και να τους αποφεύγουν οι
Έλληνες!
Οι
πρόσφυγες ήρθαν σε μια χώρα, μικρή και φτωχή. Οι συνθήκες ζωής τον
πρώτο καιρό ήταν τραγικές. Η Αθήνα , η Θεσσαλονίκη και οι άλλες πόλεις
περιτριγυρίζονταν από ατέλειωτα στρατόπεδα με σκηνές και ένα άθλιο
δίκτυο ύδρευσης και αποχέτευσης. Και το ψωμί λιγοστό που μοιράζονταν σε
συσσίτια. Και από πάνω οι αρρώστιες ο τύφος και η ευλογιά που θέριζαν
τους δυστυχισμένους πρόσφυγες. Για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος επιδημιών,
αμερικανικές φιλανθρωπικές οργανώσεις δημιούργησαν υγειονομικό σταθμό (
καραντίνα) στη Μακρόνησο, όπου γινόταν έλεγχος σε όσους επέβαιναν
στα πλοία που μετέφεραν τους πρόσφυγες. Άλλες οργανώσεις μοίραζαν
φάρμακα και παρείχαν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη στους πρόσφυγες.
Ανθρώπινα ράκη
Οι
Έλληνες που ζούσαν στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας ήταν τα πρώτα θύματα
της ανταλλαγής. Υποχρεώθηκαν σε μια μαρτυρική πορεία οκτακοσίων
χιλιομέτρων κάτω από τραγικές συνθήκες. Ανθρώπινα ράκη έπρεπε να
πορευτούν μέσα σε ένα εχθρικό περιβάλλον, και με κίνδυνο ζωής από τις
συμμορίες των Τούρκων εθνικιστών.
Πολλοί
πέθαναν από κακουχίες και ασιτία. Συνολικά, το φθινόπωρο του 1922
έφθασαν στην Ελλάδα περίπου 900.000 πρόσφυγες (ανάμεσά τους και 50.000
Αρμένιοι). Περίπου 200.000 Έλληνες παρέμεναν στην Καππαδοκία και
γενικότερα στην Κεντρική και Νότια Μικρά Ασία. Αυτοί μεταφέρθηκαν στην
Ελλάδα το 1924 και το 1925 με τη φροντίδα της Μικτής Επιτροπής. Ένα
τμήμα των Ελλήνων του Πόντου κατέφυγε στη σοβιετική Ρωσία.
Τους θέριζαν ο τύφος, η ελονοσία και η φυματίωση
Ο
αριθμός πρέπει να ήταν πολύ μεγαλύτερος, αν υπολογίσουμε την υψηλή
θνησιμότητα των πρώτων χρόνων λόγω των άθλιων συνθηκών διαβίωσης και των
επιδημιών, το μειωμένο αριθμό των γεννήσεων και τη μετανάστευση πολλών
προσφύγων σε άλλες χώρες. Στην απογραφή του 1928 καταγράφηκαν 1.220.000
πρόσφυγες. Οι αρρώστιες κατέβαλλαν τους πρόσφυγες που ήταν
ταλαιπωρημένοι, πρόχειρα στεγασμένοι και υποσιτίζονταν. Ο τύφος, η
γρίπη, η φυματίωση (κυρίως στις πόλεις) και η ελονοσία (κυρίως στην
ύπαιθρο) τους θέριζαν. Σύμφωνα με στοιχεία της Κοινωνίας των Εθνών, ένας σημαντικός αριθμός προσφύγων πέθαναν μέσα σ’ ένα χρόνο από την άφιξή τους στην Ελλάδα.
Χαρακτηριστικές
για τις τραγικές ώρες που έζησαν οι πρόσφυγες είναι μερικές μαρτυρίες
τους που παρουσιάζουμε από τα αρχεία του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών
και της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες.
«Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς;»
Απόστολος Μυκονιάτης ( από το παραθαλάσσιο χωριό Ατζανός, κοντά στην Πέργαμο, απέναντι από τη Λέσβο):
«…Εμείς
οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε
για τη Μυτιλήνη. Ώσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο
χωριό, άραζαν καΐκια και μας παίρναν, Πίσω-πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας
δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος- από ένα μαξούλι (σοδειά]
περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά
πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούς; Και ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος
δεν κλαίει ακόμα; Μονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ, τ’ ακούνε σαν
ψεύτικα παραμύθια…».
Αβραάμ Ελβανίδης ( ήρθε στην Ελλάδα από τον Πόντο):
«Από
το χωριό το Kαράτζορεν του Πόντου βγήκαμε με την ανταλλαγή εκατόν
δεκατέσσερις οικογένειες. Aπό τη Mερσίνα φύγαμε δυο αποστολές. H πρώτη
αποστολή πήγε στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί στην Άνω Bροντού Σερρών.
H δεύτερη αποστολή, από τον Aϊ-Γιώργη του Πειραιά, πήγε με το πλοίο στο Bόλο. Tα Φάρσαλα είπαν ότι στην περιοχή τους δεν υπάρχουν πρόσφυγες και να έρθουν να εγκατασταθούν. Έτσι ήρθαμε στα Φάρσαλα. Tο 1924 έγινε αυτό, τέλη Oκτωβρίου (…) Eίχαμε αρρώστιες, δεν μας σήκωσε το κλίμα. O τόπος όπου χτίσαμε το συνοικισμό μας ήταν τσιφλίκι της Nομικίνας. Δεν ξέρω ποια ήταν. Aσχολούμαστε με τη γεωργία, δημητριακά, επίσης και βαμβακοκαλλιέργεια.
Όταν πρωτοήρθαμε, δεν ήξερε ο κόσμος ελληνικά. Oι ντόπιοι μας κορόιδευαν, μας έλεγαν τουρκόσπορους. Έλεγαν ότι ήρθαμε και στένεψε ο τόπος τους. Αυτοί ήταν κακομοίρηδες. Εμείς καθόμασταν στο καφενείο παρέα δέκα άντρες. Βάζαμε και οι δέκα τα πακέτα μας με τα τσιγάρα που ανοίγαμε πάνω στο τραπέζι. Οι ντόπιοι απορούσαν: «Βρε, δέκα πακέτα τσιγάρα. Μήπως τα πουλάτε;…».
H δεύτερη αποστολή, από τον Aϊ-Γιώργη του Πειραιά, πήγε με το πλοίο στο Bόλο. Tα Φάρσαλα είπαν ότι στην περιοχή τους δεν υπάρχουν πρόσφυγες και να έρθουν να εγκατασταθούν. Έτσι ήρθαμε στα Φάρσαλα. Tο 1924 έγινε αυτό, τέλη Oκτωβρίου (…) Eίχαμε αρρώστιες, δεν μας σήκωσε το κλίμα. O τόπος όπου χτίσαμε το συνοικισμό μας ήταν τσιφλίκι της Nομικίνας. Δεν ξέρω ποια ήταν. Aσχολούμαστε με τη γεωργία, δημητριακά, επίσης και βαμβακοκαλλιέργεια.
Όταν πρωτοήρθαμε, δεν ήξερε ο κόσμος ελληνικά. Oι ντόπιοι μας κορόιδευαν, μας έλεγαν τουρκόσπορους. Έλεγαν ότι ήρθαμε και στένεψε ο τόπος τους. Αυτοί ήταν κακομοίρηδες. Εμείς καθόμασταν στο καφενείο παρέα δέκα άντρες. Βάζαμε και οι δέκα τα πακέτα μας με τα τσιγάρα που ανοίγαμε πάνω στο τραπέζι. Οι ντόπιοι απορούσαν: «Βρε, δέκα πακέτα τσιγάρα. Μήπως τα πουλάτε;…».
Κατίνα Εμφιετζή-Μητσάκου (
Ήρθε στην Ελλάδα σε ηλικία τριών ετών. Η μαρτυρία της στηρίζεται σ’
αυτά που της περιέγραψε η μητέρα της Αναστασία. Ο πατέρας της, Ιορδάνης
Εμφιετζής, εκτελέστηκε από τον τουρκικό στρατό. Ως Τούρκος υπήκοος
κλήθηκε να υπηρετήσει σ’ αυτόν. Λιποτάκτησε , τον συνέλαβαν και τον
εκτέλεσαν. Τα όσα υπέφερε η οικογένειά της τα περιέγραψε λίγο πριν
πεθάνει ):
«…
Από την Προύσα φύγαμε το Σεπτέμβριο του ’22, όταν κατέρρευσε το μέτωπο.
Ένας γνωστός μας στρατιωτικός ειδοποίησε να τα μαζέψουμε και να
κατεβούμε στην παραλία για να μας φυγαδέψει. Ήρθαν τα καράβια, τα
γαλλικά, τα εγγλέζικα. Γέμισε η παραλία με κόσμο. Μια γυναίκα που ήταν
έγκυος έπεσε στην πλατφόρμα και περνούσαν από πάνω της! Το βγάλανε το
παιδί, αυτή όμως πέθανε. Με είχε εμένα η μητέρα στην αγκαλιά και καθόταν
στην πλατφόρμα άκρη-άκρη εκεί στη θάλασσα, κι έλεγε αν έρθουν να μας
σφάξουν, να πέσει με το παιδί της στη θάλασσα. Ο δε αδερφούλης μου, ο
Ζαχαρίας, άφαντος! Πού να πάει η μητέρα μέσα στον πανζουρλισμό να ψάχνει
το παιδί! Κάποια στιγμή ήρθε και τη βρήκε.«Βρε, που ήσουνα;» «Πήγα να
κολυμπήσω!». Πήγε να κολυμπήσει στη θάλασσα! Το βάζει το μυαλό σου; Την
άλλη μέρα, πλησίασε ένα ελληνικό καράβι. Μπήκαμε μέσα, βρήκαμε μια θέση
να καθίσουμε. Μια οικογένεια έστρωσε να φάνε. Λένε στη θεία Ελένη: εσύ
έχεις ένα παγούρι νερό, δώσε μας να πιούμε και να πάμε να σας φέρουμε .
Απ’ το καράβι, όμως, πού να φέρεις νερό; Το’ δωσε η θεία και μείναμε
χωρίς νερό. Η μάνα μου έπαθε αφυδάτωση. Ο ξάδερφος μου, ο Σωτήρης, με το
Ζαχαρία να πηγαίνουν στις μηχανές και να βάζουν κυπελλάκια να μαζέψουν
τα υγρά που πέφτανε, να της φέρουν να πιει.
Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα;
Βγήκαμε
στη Ραιδεστό με το καράβι, κατεβήκαμε και ξανά πάλι στο τρένο για την
Αδριανούπολη. Ο κόσμος εκεί είχε ξεσηκωθεί να υποδεχτεί τους πρόσφυγες,
αλλά έγινε φασαρία με τους Τούρκους, κι αναγκαστήκαμε να μπούμε πάλι στα
τρένα. Δεν χωρούσανε όλοι κι ανεβήκανε ακόμα και πάνω στις σκεπές. Κι
έτσι ήρθαμε στην Ελλάδα… Φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, στα στρατόπεδα που
μένανε παλιά οι Άγγλοι στρατιώτες στον ευρωπαϊκό πόλεμο. Εκεί πάλι,
είχαν αφήσει πολεμοφόδια. Κάθε μέρα γίνονταν εκρήξεις. Πεθαίνανε παιδιά
που πειράζανε ό,τι βρίσκανε. Έσκαγαν οι οβίδες και είχαμε θανάτους
πολλούς. Κάποια φορά, η μητέρα με τον Ζαχαρία και οι θείοι μου γύριζαν
τη Θεσσαλονίκη να νοικιάσουν σπίτι. Μα, έλεγα στη μητέρα μου μετά, στην
κατάσταση που ήσασταν, βρωμεροί, τσαλακωμένοι, πατημένοι, ποιος θα σας
νοίκιαζε σπίτι; Ποιος θα εμπιστευόταν έναν πρόσφυγα; Η εγκατάσταση στην
Ελλάδα: τα πρώτα χρόνια και ο ρατσισμός Κι έτσι πήγαμε στα Σέρρας – μας
είχαν πει ότι εκεί είχε άδεια σπίτια – και στην αρχή μείναμε σ’ ένα
αρχοντικό. Του «Αλή πασά», έτσι το λέγανε. Στη σάλα καθόταν μια
οικογένεια, στα δωμάτια μια άλλη… Στη συνέχεια χτίσαμε σπίτι, αλλά ούτε
παράθυρα ούτε κουφώματα είχε γιατί δεν υπήρχε ξυλεία. Το μισό δωμάτιο
δεν είχε πάτωμα. Φέρνανε ξυλεία αλλά πού να φτάσει για όλον αυτό τον
κόσμο που ήθελε να χτίσει!
«Οι ντόπιοι δεν μας θέλανε»
Αλλά
κι αφού ήρθαμε στα Σέρρας, οι ντόπιοι δε μας θέλανε. Πήγαινε ο θείος να
πάρει ζάχαρη για το τσάι και δεν του δίναν. Κάρβουνα δεν δίναν σε
πρόσφυγα! Να, ο ρατσισμός πώς ήταν! Εγώ μέχρι που τέλειωσα το σχολείο,
στην Ελλάδα, βιβλία δεν είχα, εκτός από το αναγνωστικό κι ένα βιβλίο
φυσικής! Η ιστορία ήταν ένα τεύχος σαν κόμικς, ούτε γραμματική είχα, τα
μαθηματικά μας τα ‘λεγαν προφορικά και τα σημειώναμε. Κι εγώ έπαιρνα και
διάβαζα από τα βιβλία των αγοριών, που τα είχαν φέρει από την πατρίδα,
γιατί εκεί είχαν όλα τα βιβλία, είχαν και σάλπιγγες και κάνανε και
μουσική! Μόνο τις σάλπιγγες δεν μπόρεσαν να φέρουν! Όλα τα είχαμε στην
πατρίδα!».
«Ο τόπος μας ξεπάστρεψε- Πέθαναν οι μισοί»
Ευάγγελος Γκάλας (από το χωριό Κόλντερε, κοντά στη Μαγνησία):
«…Πήγαμε
πάλι στη Θεσσαλία. Βάλαμε καπνά στον Αλμυρό,δουλέψαμε όλοι, νέοι,
γέροι, γυναίκες και παιδιά. Είχε όμως ελονοσία και μας θέρισε, πέθαναν
οι μισοί. Ο τόπος μας ξεπάστρεψε. Κερδίσαμε πολλά, μα τι τα θες; Μετά
φοβηθήκαμε την αρρώστια και πήγαμε στη Θήβα. Μείναμε κι εκεί λίγο και
κάναμε καπνά, μετά πήραμε αποζημίωση κι ήρθαμε δω. Μπήκαμε σε καλές
δουλειές. Ο αδερφός μου έπιασε δουλειά στο σιδηρόδρομο- εγώ έγινα
φορτοεκφορτωτής στο σταθμό. Πήρα και σπιτάκι στην Καισαριανή το ’26…».
Ανδρονίκη Καρασούλη Μαστορίδου :
«…Στους
Σπαρταλιώτες έδωσαν 24 ώρες προθεσμία να φύγουν. Άλλοι με τα πόδια,
άλλοι με αμάξι πήραν τον δρόμο της εξορίας. Στο δρόμο τους έγδυσαν και
απ’ αυτά που μπόρεσαν να πάρουν μαζί τους. Οι δικοί μας είχαν την
προνοητικότητα να βάλουν σόλες στα παλιά τους παπούτσια και μέσα απ’
αυτήν να στρώσουν φλωριά όσα μπορούσαν. Αν και τα τρύπησαν τα καρφιά του
τσαγκάρη, αυτά τουλάχιστον έμειναν. Με χίλια βάσανα έφθασαν στην
Μερσίνα.
Εκεί τους παρέλαβαν Ελληνικά πλοία, δυστυχώς και ο πλοίαρχος και το πλήρωμα ήσαν εναντίον των προσφύγων. Τους βασάνισαν όσο δεν φαντάζεσθε. Νερό δεν τους έδιναν και τους ανάγκαζαν να πιουν θαλάσσιο νερό. Έκαμαν δεκατέσσερις μέρες στο βαπόρι, όταν σταματούσε το βαπόρι στα νησιά, μια λίρα χρυσή την στάμνα το νερό τούς πουλούσαν οι νησιώτες. Και ενώ με λαχτάρα τραβούσαν την στάμνα δεμένη με σχοινί, το πλήρωμα έκοβε το σχοινί και έμεναν με την λαχτάρα. Πάει και η στάμνα, πάει και η λίρα. Από τα θαλάσσια νερά που ήπιαν μια ξαδέλφη του Κυριάκου Δέσποινα Χότζογλου έπαθε μόλυνση των εντέρων εικοσάχρονη κοπέλα και ύστερα από μερικές μέρες στης πεθεράς μου πέθανε και αυτή. Ποιος ξέρει και πόσοι άλλοι.
Εκεί τους παρέλαβαν Ελληνικά πλοία, δυστυχώς και ο πλοίαρχος και το πλήρωμα ήσαν εναντίον των προσφύγων. Τους βασάνισαν όσο δεν φαντάζεσθε. Νερό δεν τους έδιναν και τους ανάγκαζαν να πιουν θαλάσσιο νερό. Έκαμαν δεκατέσσερις μέρες στο βαπόρι, όταν σταματούσε το βαπόρι στα νησιά, μια λίρα χρυσή την στάμνα το νερό τούς πουλούσαν οι νησιώτες. Και ενώ με λαχτάρα τραβούσαν την στάμνα δεμένη με σχοινί, το πλήρωμα έκοβε το σχοινί και έμεναν με την λαχτάρα. Πάει και η στάμνα, πάει και η λίρα. Από τα θαλάσσια νερά που ήπιαν μια ξαδέλφη του Κυριάκου Δέσποινα Χότζογλου έπαθε μόλυνση των εντέρων εικοσάχρονη κοπέλα και ύστερα από μερικές μέρες στης πεθεράς μου πέθανε και αυτή. Ποιος ξέρει και πόσοι άλλοι.
«Πόσα ανθρωπόμορφα θηρία υπάρχουν ανάμεσά μας;»
Αλήθεια
πόσα ανθρωποφόρα θηρία υπάρχουν ανάμεσά μας; γιατί τους βασάνιζαν τους
βασανισμένους; τι ήθελαν; δεν έβλεπαν τα χάλια τους; διωγμένοι από τη
χώρα τους, από τα σπίτια τους, χωρισμένοι απ’ τα αγαθά τους, ίσως ίσως
εξ αιτίας τους. Τι ήθελαν και ήλθαν στις χώρες αυτές; για να ερεθίσουν
τα θηρία εκείνα; αφού δεν ήσαν άξιοι να κρατήσουν όσα κατέκτησαν και μας
άφησαν ύστερα στην οργή τους; ενάμισι εκατομμύρια Χριστιανισμός εχάθη
εξ αιτίας τους. Και τώρα στα υπολείμματα, στα ανθρώπινα ράκη, όπως
κατάντησαν οι ίδιοι, είχαν τον σαδισμό να τους βασανίσουν. Ας όψονται οι
υπεύθυνοι…».
«Ο κόσμος πέθαινε κάθε μέρα»
Καλλισθένη Καλλίδου (από τo χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας, κοντά στη Νίγδη).
«Δεκαπέντε
μέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά. Απ’ τον Πειραιά
μόνο τα σύρματα ξέρω. Στα σύρματα είκοσι μέρες μας κρατήσανε. Αμάν,
πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε. Μας βάλαν στη σειρά. Τα μικρά
και τις γριές απ’ τη ρίζα μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα: — Ψάξε με, δες
με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κουρέψανε. Σαν κολοκύθι με κάνανε.
Πολύν καιρό έπειτα ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω.
Μας γδύσανε. Ό,τι φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε. Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να φορέσουμε. Μας δίνανε να φάμε. Είχαμε και μαζί μας. Όμως στην καραντίνα μεγάλο ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι (κακοπάθεια) ήτανε. Είκοσι μέρες κράτησε.
Από τον Αι-Γιώργη, απ’ τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στη Θεσσαλονίκη μας φέρανε. Μας βγάλανε και μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι ήμαστε. Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια. Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε. Αμάν, ρεζιλίκι!
Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός. Μας πέταξε μια πεντάρα. Έπιασα την πεντάρα, φώναζα, έκλαιγα: —Εμείς έχομε λεφτά! Εμείς έχομε να φάμε! Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς! — Άσε την πεντάρα. Ησύχασε έλεγε η μητέρα μου. Η μάνα μου άρρωστη ήταν. Ένα κουβάρι μαζεμένη καθότανε.
Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας:
— Προσφυγιά! προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε….».
Μας γδύσανε. Ό,τι φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε. Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να φορέσουμε. Μας δίνανε να φάμε. Είχαμε και μαζί μας. Όμως στην καραντίνα μεγάλο ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι (κακοπάθεια) ήτανε. Είκοσι μέρες κράτησε.
Από τον Αι-Γιώργη, απ’ τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στη Θεσσαλονίκη μας φέρανε. Μας βγάλανε και μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης μας αφήσανε. Στα σοκάκια της Θεσσαλονίκης πεταμένοι ήμαστε. Έτσι ξαπλωμένοι, μέσα στα σοκάκια. Περνούσε κόσμος και μας έβλεπε. Αμάν, ρεζιλίκι!
Πέρασε ένας άντρας, ένας τρανός. Μας πέταξε μια πεντάρα. Έπιασα την πεντάρα, φώναζα, έκλαιγα: —Εμείς έχομε λεφτά! Εμείς έχομε να φάμε! Αφήσαμε τα σπίτια μας, τόσα αμπέλια αφήσαμε! Δεν είμαστε ζητιάνοι εμείς! — Άσε την πεντάρα. Ησύχασε έλεγε η μητέρα μου. Η μάνα μου άρρωστη ήταν. Ένα κουβάρι μαζεμένη καθότανε.
Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας:
— Προσφυγιά! προσφυγιά! λέγανε και περνούσανε….».
«Τους έδεσαν με σίδερα και τους πέταξαν στη θάλασσα»
Δέσποινα Συμεωνίδου από το χωριό Κενάταλα της Καππαδοκίας, κοντά στο Γκέλβερι.
«…Στη
Μερσίνα μείναμε μια βδομάδα στα σύρματα… ύστερα ήρθε το βαπόρι και μας
πήρε. Στο ταξίδι έκανε φουρτούνα και οι γυναίκες λιγοθυμούσαν από το
φόβο τους. Άκουγες φωνές, κλάματα. Εγώ είχα μαζί μου τον άντρα μου, τη
μάνα μου και τα τρία παιδιά μου, το Χαράλαμπο, το Δημήτρη και τη Μαρίκα,
από ένα ως έξι χρονώ. Ευτυχώς δεν έπαθα τίποτε άφησα τα παιδιά σε μια
γωνιά του βαποριού κοντά στη μάνα μου και κουβαλούσα νερό στις λιπόθυμες
γυναίκες. Μερικοί άνθρωποι δε βάσταζαν από τα βάσανα που τράβηξαν και
πέθαναν στο βαπόρι τους έδεσαν με σίδερα και τους πέταξαν στη θάλασσα.
Επιτέλους φτάσαμε στον Πειραιά. Άλλοι κατέβηκαν εκεί εμείς συνεχίσαμε το
ταξίδι για την Καβάλα. Μας πήγαν στο Τσινάρ Ντερέ, κοντά στη σημερινή
Νέα Καρβάλη. Δυο χρόνια μείναμε εκεί κάτω από τα τσαντίρια. Ο κόσμος
αρρώσταινε και πέθαινε κάθε μέρα. Πέθανε ο άντρας μου, πέθανε και το
παιδί μου ο Χαράλαμπος. Τη νύχτα έρχονταν τα τσακάλια, σκάβανε τους
τάφους και έτρωγαν τους πεθαμένους..».
πληροφορίες από: imerodromos.gr