Στις 6 Μαρτίου του 1910, τα αιματηρά επεισόδια που ξεκίνησαν από το
χωριό Κιλελέρ και εξαπλώθηκαν σε άλλες πόλεις της Θεσσαλίας, αποτέλεσαν
την κορυφαία εξέγερση της ελληνικής αγροτιάς ενάντια στην εκμετάλλευση
των τσιφλικάδων. Μία εξέγερση που προκάλεσε τη συμπάθεια όλου του λαού
και οδήγησε σταδιακά στη λύση του αγροτικού ζητήματος.
Το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία ξεκίνησε με την ένταξή της περιοχής στην ελληνική επικράτεια το 1881. Η ελλειμματική παραγωγή του νεοσύστατου κράτους σε σιτηρά αδυνατούσε να θρέψει τον πληθυσμό και να επιτρέψει την εκβιομηχάνιση της χώρας, επομένως ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα με την προσάρτηση της σιτοπαραγωγού Θεσσαλίας.
Επί Τουρκοκρατίας οι κολίγοι της Θεσσαλίας είχαν τη νομή της γης που καλλιεργούσαν, των οικιών και τον βοσκότοπων και δεν επιτρεπόταν να εκδιωχθούν από αυτή, ενώ σε αντάλλαγμα οι τσιφλικάδες είχαν δικαίωμα εισπράξεως των προσόδων επί των μεγάλων εκτάσεων.
Εν όψει της προσάρτησης, οι Τούρκοι φεουδάρχες πούλησαν τις εκτάσεις σε Έλληνες εμπόρους της Κωνσταντινούπολης ή των παροικιών, οι οποίοι αποδείχθηκαν χειρότεροι δυνάστες. Σε αντίθεση με το οθωμανικό, το αστικό νομοθετικό πλαίσιο του ελληνικού κράτους στερούσε από τις καλλιεργητικές συμβάσεις τον ισόβιο και κληρονομικό χαρακτήρα τους και επέτρεπε τον εκδίωξή των αγροτών.
Πλέον οι κολίγοι είχαν ιδιαίτερα επαχθείς οικονομικές υποχρεώσεις. Έπρεπε να δίνουν στο τσιφλικά το 1/3 ή το 1/2 της παραγωγής καθώς και άλλα προϊόντα, ενοίκιο για τη βοσκή των ζώων τους και να στέλνουν μια γυναίκα για ζύμωμα. Υφίσταντο ταπεινώσεις όπως το μαστίγωμα ή ο βιασμός των γυναικών τους, ενώ διέμεναν σε τρώγλες.
Οι αγρότες αντέδρασαν έντονα, απαιτώντας είτε την επαναφορά του προηγούμενου καθεστώτος είτε τη δυνατότητα απαλλοτριώσεων. Η αρνητική στάση του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος δεν ήθελε να απαλλοτριώσει τη γη χάνοντας τους ξένους επενδυτές, οδήγησε σύντομα σε πιο οργανωμένες δράσεις.
Στην αυγή του 20ού αιώνα δημιουργήθηκαν οι πρώτοι αγροτικοί σύλλογοι σε Λάρισα, Καρδίτσα και Τρίκαλα και ξεκίνησαν κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια, ψηφίσματα σε Κυβέρνηση, Βουλή και Βασιλιά κλπ. Η δύναμη του κινήματος ενισχύθηκε από τη δολοφονία του αγροτιστή Μαρίνου Αντύπα από όργανο των τσιφλικάδων το 1907, τις απεργίες των Βολιωτών καπνεργατών, το κίνημα στο Γουδί και τις παλαιότερες αγροτικές εξεγέρσεις επί σταφιδικής κρίσης.
Το 1910 το κίνημα έφτασε στο αποκορύφωμά του, όταν το προγραμματισμένο πανθεσσαλικό συλλαλητήριο της Λάρισας εξελίχθηκε σε αιματηρή εξέγερση. Όλα ξεκίνησαν από το χωριό Κιλελέρ, όπου 200 χωρικοί θέλησαν να επιβιβασθούν σε τρένο χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο για να μεταβούν στη Λάρισα. Μετά την άρνηση του επιβαίνοντος διευθυντή των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, οι αγρότες ξεκίνησαν να λιθοβολούν το συρμό καθώς απομακρυνόταν.
Ένα χιλιόμετρο πιο πέρα, ομάδα 800 χωρικών σταμάτησε το τρένο. Στις συμπλοκές που ακολούθησαν, στρατιωτικοί που επέβαιναν στο συρμό πυροβόλησαν τον όχλο, σκοτώνοντας 2-4 αγρότες και τραυματίζοντας άλλους. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν στο χωριό Τουλάρ με 2 νεκρούς και 15 τραυματίες, ενώ όταν τα νέα έφτασαν στη Λάρισα οι συμπλοκές μεταξύ διαδηλωτών και στρατού επεκτάθηκαν με 2 ακόμα νεκρούς μετά την επέμβαση του ιππικού.
Αργότερα πραγματοποιήθηκε ειρηνικά το συλλαλητήριο και διαβάστηκε το ψήφισμα της συγκέντρωσης, με το οποίο οι αγρότες ζητούσαν άμεση υποβολή και ψήφιση του νομοσχεδίου για την απαλλοτρίωση, την αύξηση των κονδυλίων του Γεωργικού Ταμείου και εξέφρασαν την οδύνη τους «για την άδικον επίθεσιν κατά του φιλήσυχου και νομοταγούς λαού, ής θύματα υπήρξαν άοπλοι και αθώοι λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας».
Πολλοί ήταν οι συλληφθέντες και προφυλακιστέοι διαδηλωτές, όλοι όμως αθωώθηκαν στις 23 Ιουνίου του ίδιου έτους. Η εξέγερση κέρδισε τη συμπάθεια του ελληνικού λαού, εντείνοντας τις πιέσεις για επίλυση του ζητήματος και φουντώνοντας το αγροτικό κίνημα σε ολόκληρη τη χώρα.
Μετά τα πρώτα νομοθετικά μέτρα που έλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέρ των κολίγων το 1911 ακολούθησαν και άλλες κινητοποιήσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με τις πιέσεις των αστών και τις διεκδικήσεις των μικρασιατών προσφύγων οδήγησαν στην αγροτική μεταρρύθμιση του 1917-1922, με τις πρώτες απαλλοτριώσεις από την κυβέρνηση Πλαστήρα.
πηγή:tvxs.gr
Σημειώσεις:
1. Ο Δήμος Κιλελέρ, είναι Δήμος της περιφέρειας Θεσσαλίας. Το χωριό κιλελέρ, σήμερα ονομάζεται Κυψέλη και ανήκει στο Νομό Λάρισας.
2.Συχνά η λέξη κολίγος έχει συνδεθεί με τον εργάτη γης, ο οποίος είναι συνδεδεμένος με το χωράφι και δουλεύει ξημέρωμα με δύση του ήλιου, κάτι που ήταν φυσικό σε παλαιότερες εποχές που δεν υπήρχε ηλεκτρικό. Όπως σημειώνει στο βιβλίο της «Γιατί το λέμε έτσι;» η Γιολάντα Τσορώνη – Γεωργιάδη (Εκδόσεις Ωρίων) οι κολίγοι κατά το 18ο και 19ο αιώνα υποχρεώνονταν να δίνουν στον αφέντη – γαιοκτήμονα το 1/3 ή το ½ της σοδειάς τους, ενοίκιο για τη βόσκηση των ζώων τους και μεγάλο αριθμό πουλερικών ή αιγοπροβάτων, καθώς και των προϊόντων τους (βούτυρο, τυρί, φρούτα κ.ά.).
Δεν επιτρεπόταν να καλλιεργούν ξένες γαίες ή να έχουν δικές τους κι ουσιαστικά ήταν δουλοπάροικοι, αφού δεν επιτρεπόταν να μετακινηθούν χωρίς άδεια του επιστάτη. Κατοικούσαν όλοι μαζί ενώ οι αφέντες είχαν εξουσία σε όλα απέναντί τους. Μάλιστα ήταν υποχρεωμένοι, όταν τους έβλεπαν να χτυπούν το μέτωπό τους τρεις φορές κάτω και να τους φιλούν το αριστερό πόδι. Ένα θηλυκό μέλος της οικογένειάς των κολίγων όφειλε να ζυμώνει ψωμί στο σπίτι του αφεντικού ενώ οι γαιοκτήμονες είχαν γενικά απόλυτη εξουσία στις γυναίκες και στις κόρες τους. Οι κολίγοι αγοράζονταν και πωλούνταν σαν τα ζώα.
*Tο λατινικό con σημαίνει συν. Kαι το lex σημαίνει νόμος. Σχηματίστηκαν έτσι οι λέξεις collegium και college. Collegium σήμαινε «σύνολο ατόμων με το ίδιο αξίωμα». Στα τέλη της αρχαιότητας, η λέξη πέρασε στην ελληνική γλώσσα ως «κολλήγιον». Στον Mεσαίωνα έγινε «κολλέγιον» και σήμαινε ανώτατο συμβούλιο αλλά και δικαστικό σώμα. Ετσι, φθάσαμε σήμερα να μιλάμε για «κολέγιο των επιτρόπων» αντί για σύνοδο των επιτρόπων (της κατά τα λοιπά γνωστής ως Kομισιόν). Collega σήμαινε συνάδελφος. Στα τέλη της αρχαιότητας, πέρασε στα ελληνικά ως κολλήγας.
Στα νεοελληνικά, κατέληξε κολίγας με την έννοια του δουλοπάροικου.
Oμως, από την ίδια ρίζα λέξη «κολεγιά» εξακολουθεί να σημαίνει συνεταιρισμό, αν και έχει και τη σημασία της καλλιέργειας με αμοιβή την είσπραξη συγκεκριμένου ποσοστού της παραγωγής.
Το αγροτικό ζήτημα στη Θεσσαλία ξεκίνησε με την ένταξή της περιοχής στην ελληνική επικράτεια το 1881. Η ελλειμματική παραγωγή του νεοσύστατου κράτους σε σιτηρά αδυνατούσε να θρέψει τον πληθυσμό και να επιτρέψει την εκβιομηχάνιση της χώρας, επομένως ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος επιχείρησε να λύσει το πρόβλημα με την προσάρτηση της σιτοπαραγωγού Θεσσαλίας.
Επί Τουρκοκρατίας οι κολίγοι της Θεσσαλίας είχαν τη νομή της γης που καλλιεργούσαν, των οικιών και τον βοσκότοπων και δεν επιτρεπόταν να εκδιωχθούν από αυτή, ενώ σε αντάλλαγμα οι τσιφλικάδες είχαν δικαίωμα εισπράξεως των προσόδων επί των μεγάλων εκτάσεων.
Εν όψει της προσάρτησης, οι Τούρκοι φεουδάρχες πούλησαν τις εκτάσεις σε Έλληνες εμπόρους της Κωνσταντινούπολης ή των παροικιών, οι οποίοι αποδείχθηκαν χειρότεροι δυνάστες. Σε αντίθεση με το οθωμανικό, το αστικό νομοθετικό πλαίσιο του ελληνικού κράτους στερούσε από τις καλλιεργητικές συμβάσεις τον ισόβιο και κληρονομικό χαρακτήρα τους και επέτρεπε τον εκδίωξή των αγροτών.
Πλέον οι κολίγοι είχαν ιδιαίτερα επαχθείς οικονομικές υποχρεώσεις. Έπρεπε να δίνουν στο τσιφλικά το 1/3 ή το 1/2 της παραγωγής καθώς και άλλα προϊόντα, ενοίκιο για τη βοσκή των ζώων τους και να στέλνουν μια γυναίκα για ζύμωμα. Υφίσταντο ταπεινώσεις όπως το μαστίγωμα ή ο βιασμός των γυναικών τους, ενώ διέμεναν σε τρώγλες.
Οι αγρότες αντέδρασαν έντονα, απαιτώντας είτε την επαναφορά του προηγούμενου καθεστώτος είτε τη δυνατότητα απαλλοτριώσεων. Η αρνητική στάση του Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος δεν ήθελε να απαλλοτριώσει τη γη χάνοντας τους ξένους επενδυτές, οδήγησε σύντομα σε πιο οργανωμένες δράσεις.
Στην αυγή του 20ού αιώνα δημιουργήθηκαν οι πρώτοι αγροτικοί σύλλογοι σε Λάρισα, Καρδίτσα και Τρίκαλα και ξεκίνησαν κινητοποιήσεις, συλλαλητήρια, ψηφίσματα σε Κυβέρνηση, Βουλή και Βασιλιά κλπ. Η δύναμη του κινήματος ενισχύθηκε από τη δολοφονία του αγροτιστή Μαρίνου Αντύπα από όργανο των τσιφλικάδων το 1907, τις απεργίες των Βολιωτών καπνεργατών, το κίνημα στο Γουδί και τις παλαιότερες αγροτικές εξεγέρσεις επί σταφιδικής κρίσης.
Το 1910 το κίνημα έφτασε στο αποκορύφωμά του, όταν το προγραμματισμένο πανθεσσαλικό συλλαλητήριο της Λάρισας εξελίχθηκε σε αιματηρή εξέγερση. Όλα ξεκίνησαν από το χωριό Κιλελέρ, όπου 200 χωρικοί θέλησαν να επιβιβασθούν σε τρένο χωρίς να πληρώσουν εισιτήριο για να μεταβούν στη Λάρισα. Μετά την άρνηση του επιβαίνοντος διευθυντή των Θεσσαλικών Σιδηροδρόμων, οι αγρότες ξεκίνησαν να λιθοβολούν το συρμό καθώς απομακρυνόταν.
Ένα χιλιόμετρο πιο πέρα, ομάδα 800 χωρικών σταμάτησε το τρένο. Στις συμπλοκές που ακολούθησαν, στρατιωτικοί που επέβαιναν στο συρμό πυροβόλησαν τον όχλο, σκοτώνοντας 2-4 αγρότες και τραυματίζοντας άλλους. Τα επεισόδια συνεχίστηκαν στο χωριό Τουλάρ με 2 νεκρούς και 15 τραυματίες, ενώ όταν τα νέα έφτασαν στη Λάρισα οι συμπλοκές μεταξύ διαδηλωτών και στρατού επεκτάθηκαν με 2 ακόμα νεκρούς μετά την επέμβαση του ιππικού.
Αργότερα πραγματοποιήθηκε ειρηνικά το συλλαλητήριο και διαβάστηκε το ψήφισμα της συγκέντρωσης, με το οποίο οι αγρότες ζητούσαν άμεση υποβολή και ψήφιση του νομοσχεδίου για την απαλλοτρίωση, την αύξηση των κονδυλίων του Γεωργικού Ταμείου και εξέφρασαν την οδύνη τους «για την άδικον επίθεσιν κατά του φιλήσυχου και νομοταγούς λαού, ής θύματα υπήρξαν άοπλοι και αθώοι λευκοί σκλάβοι της Θεσσαλίας».
Πολλοί ήταν οι συλληφθέντες και προφυλακιστέοι διαδηλωτές, όλοι όμως αθωώθηκαν στις 23 Ιουνίου του ίδιου έτους. Η εξέγερση κέρδισε τη συμπάθεια του ελληνικού λαού, εντείνοντας τις πιέσεις για επίλυση του ζητήματος και φουντώνοντας το αγροτικό κίνημα σε ολόκληρη τη χώρα.
Μετά τα πρώτα νομοθετικά μέτρα που έλαβε ο Ελευθέριος Βενιζέλος υπέρ των κολίγων το 1911 ακολούθησαν και άλλες κινητοποιήσεις, οι οποίες σε συνδυασμό με τις πιέσεις των αστών και τις διεκδικήσεις των μικρασιατών προσφύγων οδήγησαν στην αγροτική μεταρρύθμιση του 1917-1922, με τις πρώτες απαλλοτριώσεις από την κυβέρνηση Πλαστήρα.
πηγή:tvxs.gr
Σημειώσεις:
1. Ο Δήμος Κιλελέρ, είναι Δήμος της περιφέρειας Θεσσαλίας. Το χωριό κιλελέρ, σήμερα ονομάζεται Κυψέλη και ανήκει στο Νομό Λάρισας.
2.Συχνά η λέξη κολίγος έχει συνδεθεί με τον εργάτη γης, ο οποίος είναι συνδεδεμένος με το χωράφι και δουλεύει ξημέρωμα με δύση του ήλιου, κάτι που ήταν φυσικό σε παλαιότερες εποχές που δεν υπήρχε ηλεκτρικό. Όπως σημειώνει στο βιβλίο της «Γιατί το λέμε έτσι;» η Γιολάντα Τσορώνη – Γεωργιάδη (Εκδόσεις Ωρίων) οι κολίγοι κατά το 18ο και 19ο αιώνα υποχρεώνονταν να δίνουν στον αφέντη – γαιοκτήμονα το 1/3 ή το ½ της σοδειάς τους, ενοίκιο για τη βόσκηση των ζώων τους και μεγάλο αριθμό πουλερικών ή αιγοπροβάτων, καθώς και των προϊόντων τους (βούτυρο, τυρί, φρούτα κ.ά.).
Δεν επιτρεπόταν να καλλιεργούν ξένες γαίες ή να έχουν δικές τους κι ουσιαστικά ήταν δουλοπάροικοι, αφού δεν επιτρεπόταν να μετακινηθούν χωρίς άδεια του επιστάτη. Κατοικούσαν όλοι μαζί ενώ οι αφέντες είχαν εξουσία σε όλα απέναντί τους. Μάλιστα ήταν υποχρεωμένοι, όταν τους έβλεπαν να χτυπούν το μέτωπό τους τρεις φορές κάτω και να τους φιλούν το αριστερό πόδι. Ένα θηλυκό μέλος της οικογένειάς των κολίγων όφειλε να ζυμώνει ψωμί στο σπίτι του αφεντικού ενώ οι γαιοκτήμονες είχαν γενικά απόλυτη εξουσία στις γυναίκες και στις κόρες τους. Οι κολίγοι αγοράζονταν και πωλούνταν σαν τα ζώα.
*Tο λατινικό con σημαίνει συν. Kαι το lex σημαίνει νόμος. Σχηματίστηκαν έτσι οι λέξεις collegium και college. Collegium σήμαινε «σύνολο ατόμων με το ίδιο αξίωμα». Στα τέλη της αρχαιότητας, η λέξη πέρασε στην ελληνική γλώσσα ως «κολλήγιον». Στον Mεσαίωνα έγινε «κολλέγιον» και σήμαινε ανώτατο συμβούλιο αλλά και δικαστικό σώμα. Ετσι, φθάσαμε σήμερα να μιλάμε για «κολέγιο των επιτρόπων» αντί για σύνοδο των επιτρόπων (της κατά τα λοιπά γνωστής ως Kομισιόν). Collega σήμαινε συνάδελφος. Στα τέλη της αρχαιότητας, πέρασε στα ελληνικά ως κολλήγας.
Στα νεοελληνικά, κατέληξε κολίγας με την έννοια του δουλοπάροικου.
Oμως, από την ίδια ρίζα λέξη «κολεγιά» εξακολουθεί να σημαίνει συνεταιρισμό, αν και έχει και τη σημασία της καλλιέργειας με αμοιβή την είσπραξη συγκεκριμένου ποσοστού της παραγωγής.