Το νομοσχέδιο για την κινητικότητα των δημοσίων υπαλλήλων που κατέθεσε η κυβέρνηση είναι πλήρως ευθυγραμμισμένο με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές,
περί επιτελικού κράτους, που ξεκίνησαν επί κυβερνήσεων Σημίτη,
εφαρμόζονται με θρησκευτική ευλάβεια απ’ όλες τις μνημονιακές
κυβερνήσεις μέχρι σήμερα και στοχεύουν σε ένα κράτος που ουσιαστικά θα εποπτεύει τις αρμοδιότητες που θα ασκούν ιδιωτικές εταιρείες, ενώ για τις ανάγκες του θα προσλαμβάνει κυρίως προσωπικό με ελαστικές εργασιακές σχέσεις.
Η
κυβέρνηση με το νομοσχέδιο αυτό παίρνει ως δεδομένο την εφαρμογή των
ισχυουσών μνημονιακών διατάξεων, που υπηρετούν το νεοφιλελεύθερο μοντέλο
για το κράτος. Το δίλημμα, επομένως, για τους
εργαζόμενους δεν είναι μια απλή σύγκριση του ισχύοντος συστήματος
μετατάξεων-μεταθέσεων και του προτεινόμενου, για το ποιο είναι καλύτερο ή
όχι, αλλά στο αν αυτό απαντάει στα πραγματικά προβλήματα και τις ανάγκες της δημόσιας διοίκησης.
Να υπενθυμίσουμε ότι το 2011
η τότε κυβέρνηση κατάργησε σχεδόν όλες τις κενές οργανικές θέσεις και
δρομολόγησε την αξιολόγηση των δομών, των υπηρεσιών και του προσωπικού
του δημοσίου με στόχο τη συγχώνευσή τους και την απόλυση εργαζομένων,
πράγμα που δεν ολοκληρώθηκε λόγω της αντίστασης των εργαζομένων και παρέμεινε ως μνημονιακή υποχρέωση που ανέλαβε να ολοκληρώσει με το 3ο μνημόνιο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την καθιέρωση ενός «μόνιμου μηχανισμού κινητικότητας».
Πιο συγκεκριμένα, δημιουργείται το Ενιαίο Σύστημα Κινητικότητας
(ΕΣΚ) που περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο από εδώ και στο εξής θα
διενεργούνται οι μετατάξεις και οι αποσπάσεις των υπαλλήλων του δημόσιου
κι ευρύτερου δημόσιου τομέα, στο πλαίσιο πάντα της εφαρμογής των
ισχυουσών μνημονιακών διατάξεων.
Έτσι, οι φορείς του Δημοσίου είναι υποχρεωμένοι να προχωρήσουν στην αξιολόγηση των δομών και στη συνένωση - συγχώνευση και κατάργηση
υπηρεσιών, κινούμενοι στο πλαίσιο τους αναγκαστικού «κουρέματος» των
οργανικών τους θέσεων που έγινε το 2011, σεβόμενοι τη ρήτρα της
αυτοδίκαιης κατάργησης, όσων θέσεων με οποιονδήποτε τρόπο κενώνονται,
και την πρόσληψη 1 εργαζομένου ανά 5 που αποχωρούν από την εργασία.
Χαρακτηριστικό της ευλαβικής προσήλωσης της κυβέρνησης στην υλοποίηση των μνημονιακών δεσμεύσεων είναι και η εγκύκλιος του υφυπουργού Εσωτερικών
Γιάννη Μπαλάφα, με την οποία στέλνει πίσω τον προγραμματισμό προσλήψεων
των ΟΤΑ α’ και β’ βαθμού για το έτος 2016 σε όσους ΟΤΑ και ΝΠΔΔ «…δεν
έχουν προβεί ως όφειλαν στην κατ’ εφαρμογή των διατάξεων της παρ.1α του
άρθρου 33 του ν.4024/2011, όπως ισχύει, διαδικασία κατάργησης/διατήρησης
των κενών οργανικών θέσεών τους».
Εύλογα γεννιέται το ερώτημα: Σε ποιες κενές οργανικές θέσεις θα εφαρμοστεί το ΕΣΚ; Σε αυτές που δεν υπάρχουν ή το ΕΣΚ θα χρησιμοποιηθεί ως το «περιτύλιγμα» για
την ολοκλήρωση της μνημονιακής αξιολόγησης και ως εργαλείο πελατειακών
εξυπηρετήσεων; Μήπως γι' αυτό το λόγω κρίθηκε αναγκαία η παράκαμψη των
υπηρεσιακών συμβουλίων;
Έτσι, την αξιολόγηση και την επιλογή των προς μετακίνηση υποψηφίων θα την κάνει μια τριμελής επιτροπή που θα αποτελείται από δύο διευθυντικά στελέχη συν τον διευθυντή - προϊστάμενο του εκάστοτε τμήματος στο οποίο ανήκει η θέση αυτή. Το δε υπηρεσιακό συμβούλιο, τόσο του φορέα προέλευσης όσο και του φορέα υποδοχής, δεν θα έχει κανένα ρόλο σε αυτή την διαδικασία. Επιτελικό το κράτος, «επιτελικός» κι ο τρόπος! Αυτή φαίνεται να είναι η επιλογή!
Επίσης, εισάγεται και η έννοια της «αναγκαστικής» απόσπασης, αφού στο άρθρο 9 για την ενδοϋπουργική κινητικότητα γίνεται σαφές ότι αν δεν υπάρχουν ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι μπορεί η υπηρεσία να «αποσπάσει» λόγω «σοβαρών κι επειγουσών αναγκών» για ένα χρόνο, όποιον νομίζει αυτή.
Είναι προφανές ότι αυτό το σχέδιο νόμου δεν απαντάει στα προβλήματα της Δημόσιας Διοίκησης που εστιάζονται στην γραφειοκρατική της λειτουργία και την αδιαφάνεια, στον κομματισμό και την κάθε φορά κυβερνητική – πελατειακή της σχέση και παρέμβαση, στα οποία προστέθηκαν με έντονο τρόπο στην μνημονιακή περίοδο η υποστελέχωση και υποχρηματοδότησή της.
Αντιθέτως, συνεχίζεται και από τη σημερινή κυβέρνηση η πολιτική της σταδιακής απαξίωσης των δομών και των υπηρεσιών της, το πέρασμα τους σε ιδιώτες και η διεύρυνση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, ενώ ο παραγόμενος πλούτος και η σκληρή υπερφορολόγηση των εργαζομένων θα καταλήγουν στα θησαυροφυλάκια των δανειστών.
Απέναντι, λοιπόν, στην πολιτική της απαξίωσης των δημόσιων και ιδιαίτερα των κοινωνικών υπηρεσιών, που -αντί να αντιμετωπίζει της αιτίες τους- κινείται στο πλαίσιο της διαχείρισης μιας μίζερης πραγματικότητας, που κάνει το λαό να ταλαιπωρείται και τους επιτήδειους να θησαυρίζουν, οι εργαζόμενοι πρέπει να αντισταθούν και να αποκαλύψουν τη νέα επικοινωνιακή «φούσκα» της κυβέρνησης
που προσπαθεί να ενισχύσει την κοινωνική της βάση όχι στο πλαίσιο της
ικανοποίησης των πραγματικών αναγκών της κοινωνίας, αλλά στη διαμόρφωση
ενός πλέγματος πελατειακών σχέσεων και μικροεξυπηρετήσεων.
Το ΜΕΤΑ καλεί τους εργαζόμενους να αντισταθούν στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της κυβέρνησης και να αγωνιστούν για ένα δημόσιο που θα ικανοποιεί τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών, σε μια Ελλάδα απαλλαγμένη από τα μνημόνια και τη ληστρική της εκμετάλλευση από το κεφάλαιο και τους πολιτικούς του εκπροσώπους στη χώρα μας και την Ευρώπη.
Ιούλης 2016