Η αιματοβαμμένη Πρωτομαγιά του 1944 Η Πρωτομαγιά του 1944 έμελλε να είναι η πιο αιματοβαμμένη της ελληνικής ιστορίας. Οι περισσότεροι από τους 200 που εκτελέστηκαν την 1η Μαΐου 1944, από τους ναζί, κρατούνταν ήδη από τη δικτατορία Μεταξά στην Ακροναυπλία ως εξόριστοι.
Μερικοί ήρθαν στο σκοπευτήριο της Καισαριανής και τέθηκαν ενώπιον των εκτελεστών από την Ανάφη και τον Αϊ-Στράτη. Κάποιοι άλλοι είχαν πάει σε άλλα ξερονήσια των Κυκλάδων, μα τελικά κατέληξαν εκεί.
Όλοι μεταφέρθηκαν στην Αττική για να «πεθάνουν για τη λευτεριά, παρά να ζουν σκλάβοι», όπως χαρακτηριστικά είχε πει ένας εκ των 200, ο Νίκος Μαριακάκης, Χανιώτης γεωπόνος.
Το πρωί της 1ης Μαΐου 1944, στο Χαϊδάρι, μετά το προσκλητήριο, άρχισε η εκφώνηση του καταλόγου των μελλοθανάτων, που συντάχτηκε σε ειδικό γραφείο της οδού Μέρλιν, όπου συστεγάζονταν τα Ες-Ες με την Ειδική Ασφάλεια.
Με τον αριθμό 71, εκφωνήθηκε το όνομα Ναπολέων Σουκατζίδης.
Ο Σουκατζίδης κλήθηκε, επειδή γνώριζε τη γερμανική γλώσσα και εκτελούσε χρέη διερμηνέα. Τότε επεμβαίνει ο διοικητής του στρατοπέδου Καρλ Φίσερ. «Όχι εσύ! Όχι εσύ Ναπολέων!», λέει.
Η απάντησή του Σουκατζίδη θα μείνει σύμβολο αυτοθυσίας:
«Δέχομαι, κύριε διοικητά, τη ζωή, με τον όρο πως δεν πρόκειται να την πάρω από άλλο κρατούμενο. Μόνο όταν η θέση μου μείνει κενή!». Το ίδιο συνέβη και με τον στρατοπεδάρχη του Χαϊδαρίου, Αντώνη Βαρθολομαίο.
Δέκα φορτηγά χρειάστηκαν για να μεταφέρουν τους 200 από το Χαϊδάρι, όπου κρατούνταν, στην Καισαριανή. Ο δρόμος γέμισε σημειώματα, στη μάνα, στον πατέρα, στα αδέλφια, στους αγαπημένους, στους συναγωνιστές, παρακαταθήκη για αυτούς που έμεναν πίσω να συνεχίσουν την πάλη για την ελευθερία.
Στο Σκοπευτήριο τους χώρισαν σε εικοσάδες. Στην τελευταία εικοσάδα έβαλαν τον Σουκατζίδη, για να μπορέσουν να τον χρησιμοποιήσουν ως διερμηνέα. Η πρώτη εικοσάδα πήρε θέση απέναντι από τις κάννες των όπλων. Ο επικεφαλής των Γερμανών γύρισε προς τον Σουκατζίδη:
- Ρώτησέ τους αν έχουν τίποτα να πουν.
Ο Σουκατζίδης μεταφράζει. Και τότε με μια φωνή οι μελλοθάνατοι απαντούν:
- Ζήτω η Ελλάδα. Ζήτω η λευτεριά!
Λίγο αργότερα, οι πυροβολισμοί κατά ριπάς έσπαγαν βίαια τη μιλημένη σιωπή. Διότι όλοι γνώριζαν τι επρόκειτο να συμβεί.
Οι εκτελέσεις γίνονταν ανά είκοσι άτομα. Άνθρωποι που έζησαν από κοντά εκείνες τις στιγμές, θυμούνται ότι «το χώμα δεν προλάβαινε να ρουφήξει το αίμα». Κι η ελπίδα ζώσα... Πλήθος κόσμου έτρεχε να δει εάν βρισκόταν κάποιος δικός τους στα φορτηγά που επέστρεφαν γεμάτα πτώματα. Κάποιος που θα την είχε γλιτώσει... Μα πώς;
Είχε περάσει 10:00 και οι εκτελέσεις είχαν ολοκληρωθεί. Τα πτώματα μεταφέρθηκαν στο Γ' νεκροταφείο. Η αναγνώριση των 200 έγινε όταν συμπληρώθηκε χρόνος για την εκταφή τους. Αναγνωρίστηκαν οι περισσότεροι.
Την ημέρα εκείνη γράφτηκε μία από τις πλέον αιματοβαμμένες σελίδες της αντίστασης κατά του κατακτητή στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η τελευταία εκτέλεση στο σκοπευτήριο της Καισαριανής
Σεπτέμβριος του 1949. Στο σκοπευτήριο της Καισαριανής αντηχούν οι
τελευταίοι πυροβολισμοί του εκτελεστικού αποσπάσματος. Μπροστά από τον
αιματοβαμμένο τοίχο σωριάζεται νεκρή από τις σφαίρες του μετεμφυλιακού
κράτους η αγωνίστρια Λαμπρινή Ραντά Καπλάνη. Είναι η τελευταία εκτέλεση
στην Καισαριανή.
Γεννημένη το 1913 στο Φραντάτο της Ικαρίας η Λαμπρινή σε ηλικία μόλις 16 ετών έρχεται στην Αθήνα ως υπηρέτρια.Από πολύ νωρίς πήρε μέρος σε εργατικούς αγώνες, οργανώθηκε στο ΚΚΕ και στα 19 της, συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Σίφνο. Εκεί παντρεύτηκε τον συνεξόριστο της, Κώστα Καπλάνη. Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής, δραπετεύει για την Αθήνα και συνδέεται με το ΕΑΜ. Το 1942, καταζητούμενη πια, κατορθώνει να μπει στο γερμανικό στρατόπεδο Λάρισας με πλαστή ταυτότητα προκειμένου να επισκεφτεί τον θανατοποινίτη άντρα της. Ένας Έλληνας χαφιές την αναγνωρίζει. Οι Γερμανοί την συλλαμβάνουν, την βασανίζουν και την καταδικάζουν σε θάνατο. Η Λαμπρινή δραπετεύει και και ξανασυνδέεται με το ΕΑΜ. Τα Δεκεμβριανά την βρίσκουν πάλι παρούσα. Στον εμφύλιο εξορίζεται και φυλακίζεται στη Χίο. Βασανιστήρια πάλι, σμπαραλιασμένα οστά, αιμορραγία από μύτη, αυτιά, στόμα, μήτρα, έντερο. Εκ νέου καταδίκη σε θάνατο και μετά εκτέλεση στο αιματοβαμμένο σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Το αποχαιρετιστήριο γράμμα της Λαμπρινής στην μητέρα της λίγο πριν αντικρύσει το εκτελεστικό απόσπασμα:
Απομόνωση, Φυλακές Αβέρωφ 14/09/1949
Γλυκιά μου μανούλα τι κάνεις; Πόσο λαχταρώ να σε δω πάντα, μα αυτές τις ώρες πολύ, πάρα πολύ. Να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να σου ζητήσω συγνώμη για τον ασήκωτο πόνο που θα σου δώσω πάλι στην ψυχή.
Μανούλα μου, πολύ λίγες ώρες μου μένουν ακόμα, τρέχω νοερά κοντά σου, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να σε φιλήσω γλυκιά μου γιατί δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ πια.
Αυτό που θα ακούσεις είναι φοβερό, όμως, σε λίγο θα γίνει. Η καρδιά μου, που γεμάτη αγάπη και ζέστη, όπως πάντα, για σένα, για όλους, και το χέρι που γράφει, σε λίγο δεν θα κινείται πια. Το κορμί μου θα πέσει στη γη, πλημμυρισμένο στο αίμα του, από τις σφαίρες των δημίων ξενόδουλων φασιστών του κεφαλαίου.
Με σκοτώνουν μανούλα σε λίγο, μα εσύ με ξέρεις πιο πολύ από όλους. Δεν φοβάμαι, προχωρώ και ξέρω πως πρέπει να ζήσω μα ξέρω και να πεθάνω όταν πρέπει. Με βήμα σταθερό και … κλειστό, γεμάτη υπερηφάνεια, και το στήθος φουσκωμένο από ικανοποίηση γιατί πεθαίνω καθαρή ελληνίδα. Για τα ιδανικά και την πραγματική ελευθερία του ελληνικού λαού.
Και εσύ μανούλα, πρέπει να είσαι υπερήφανη για ένα χαμό σαν τον δικό μου.
Αν ποτέ μάθεις, αυτό, που πιστεύω πως δεν θα μάθεις ποτέ. Δεν θέλω να κλάψεις μανούλα. Χρειάζεται ψυχραιμία, λογική.
Ο σκοπός του θανάτου μου είναι ιερός για όλους τους λαούς της γης.
Μανούλα, είναι χιλιάδες οι μανούλες που πόνεσαν ή θα πονέσουν όπως εσύ μανούλα μου.
Μανούλα μου, δεν πρέπει να κλάψεις για μένα αν μάθεις ποτέ τον χαμό μου. Αυτό θα είναι ντροπή και καταφρόνια για την χαμένη κόρη σου.
Θέλω να το έχεις καύχημα. Γιατί πεθαίνω σωστή ελληνίδα, με το κεφάλι ψηλά. Ξαναλέω, σωστή ελληνίδα.
Μανούλα μου, αυτές τις λίγες ώρες που μου μένουν, το περισσότερο μέρος το διαθέτω νοερά μαζί σας, θέλω να σας δω όλους, όλον τον κόσμο. Μα πιο πολύ εσένα μανούλα. Να σε γεμίσω φιλιά, να σου πω το στερνό έχε γεια. Τα φιλιά μου σε όλους, δικούς μας, ξένους, όλον τον κόσμο.
Μανούλα σε αφήνω για πάντα.
Λαμπρινή Ηλ. Ραντά
σχόλιο: Έτσι αγαπούν οι πατριώτες την Ελλάδα, την Οικουμένη, τον Άνθρωπο
Γεννημένη το 1913 στο Φραντάτο της Ικαρίας η Λαμπρινή σε ηλικία μόλις 16 ετών έρχεται στην Αθήνα ως υπηρέτρια.Από πολύ νωρίς πήρε μέρος σε εργατικούς αγώνες, οργανώθηκε στο ΚΚΕ και στα 19 της, συλλαμβάνεται και εξορίζεται στη Σίφνο. Εκεί παντρεύτηκε τον συνεξόριστο της, Κώστα Καπλάνη. Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής, δραπετεύει για την Αθήνα και συνδέεται με το ΕΑΜ. Το 1942, καταζητούμενη πια, κατορθώνει να μπει στο γερμανικό στρατόπεδο Λάρισας με πλαστή ταυτότητα προκειμένου να επισκεφτεί τον θανατοποινίτη άντρα της. Ένας Έλληνας χαφιές την αναγνωρίζει. Οι Γερμανοί την συλλαμβάνουν, την βασανίζουν και την καταδικάζουν σε θάνατο. Η Λαμπρινή δραπετεύει και και ξανασυνδέεται με το ΕΑΜ. Τα Δεκεμβριανά την βρίσκουν πάλι παρούσα. Στον εμφύλιο εξορίζεται και φυλακίζεται στη Χίο. Βασανιστήρια πάλι, σμπαραλιασμένα οστά, αιμορραγία από μύτη, αυτιά, στόμα, μήτρα, έντερο. Εκ νέου καταδίκη σε θάνατο και μετά εκτέλεση στο αιματοβαμμένο σκοπευτήριο της Καισαριανής.
Το αποχαιρετιστήριο γράμμα της Λαμπρινής στην μητέρα της λίγο πριν αντικρύσει το εκτελεστικό απόσπασμα:
Απομόνωση, Φυλακές Αβέρωφ 14/09/1949
Γλυκιά μου μανούλα τι κάνεις; Πόσο λαχταρώ να σε δω πάντα, μα αυτές τις ώρες πολύ, πάρα πολύ. Να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να σου ζητήσω συγνώμη για τον ασήκωτο πόνο που θα σου δώσω πάλι στην ψυχή.
Μανούλα μου, πολύ λίγες ώρες μου μένουν ακόμα, τρέχω νοερά κοντά σου, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να σε φιλήσω γλυκιά μου γιατί δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ πια.
Αυτό που θα ακούσεις είναι φοβερό, όμως, σε λίγο θα γίνει. Η καρδιά μου, που γεμάτη αγάπη και ζέστη, όπως πάντα, για σένα, για όλους, και το χέρι που γράφει, σε λίγο δεν θα κινείται πια. Το κορμί μου θα πέσει στη γη, πλημμυρισμένο στο αίμα του, από τις σφαίρες των δημίων ξενόδουλων φασιστών του κεφαλαίου.
Με σκοτώνουν μανούλα σε λίγο, μα εσύ με ξέρεις πιο πολύ από όλους. Δεν φοβάμαι, προχωρώ και ξέρω πως πρέπει να ζήσω μα ξέρω και να πεθάνω όταν πρέπει. Με βήμα σταθερό και … κλειστό, γεμάτη υπερηφάνεια, και το στήθος φουσκωμένο από ικανοποίηση γιατί πεθαίνω καθαρή ελληνίδα. Για τα ιδανικά και την πραγματική ελευθερία του ελληνικού λαού.
Και εσύ μανούλα, πρέπει να είσαι υπερήφανη για ένα χαμό σαν τον δικό μου.
Αν ποτέ μάθεις, αυτό, που πιστεύω πως δεν θα μάθεις ποτέ. Δεν θέλω να κλάψεις μανούλα. Χρειάζεται ψυχραιμία, λογική.
Ο σκοπός του θανάτου μου είναι ιερός για όλους τους λαούς της γης.
Μανούλα, είναι χιλιάδες οι μανούλες που πόνεσαν ή θα πονέσουν όπως εσύ μανούλα μου.
Μανούλα μου, δεν πρέπει να κλάψεις για μένα αν μάθεις ποτέ τον χαμό μου. Αυτό θα είναι ντροπή και καταφρόνια για την χαμένη κόρη σου.
Θέλω να το έχεις καύχημα. Γιατί πεθαίνω σωστή ελληνίδα, με το κεφάλι ψηλά. Ξαναλέω, σωστή ελληνίδα.
Μανούλα μου, αυτές τις λίγες ώρες που μου μένουν, το περισσότερο μέρος το διαθέτω νοερά μαζί σας, θέλω να σας δω όλους, όλον τον κόσμο. Μα πιο πολύ εσένα μανούλα. Να σε γεμίσω φιλιά, να σου πω το στερνό έχε γεια. Τα φιλιά μου σε όλους, δικούς μας, ξένους, όλον τον κόσμο.
Μανούλα σε αφήνω για πάντα.
Λαμπρινή Ηλ. Ραντά
σχόλιο: Έτσι αγαπούν οι πατριώτες την Ελλάδα, την Οικουμένη, τον Άνθρωπο