Του Γιώργου Πετρόπουλου, μέλους της εκτελεστικής επιτροπής της ΑΔΕΔΥ και του γενικού συμβουλίου του ΜΕΤΑ.
Μια από τις πλέον προσφιλείς, για τη νεοφιλελεύθερη αφήγηση, ερμηνείες της κρίσης αναδεικνύουν ως βασικό υπαίτιο τον υποτιθέμενα υπερδιογκωμένο δημόσιο τομέα. Πολλές φορές στην αφήγηση ενσωματώνονται «χαριτωμένες» αναφορές για την Ελλάδα ως την «τελευταία Σοβιετική Δημοκρατία». Μοιάζει ειρωνικό, καθώς ως αντιπαράδειγμα αναφέρεται η χώρα με την ιδιαίτερη εκδοχή του παρασιτικού αστισμού, των εθνικών εργολάβων, των επιχειρηματιών - πρωθυπουργικών φίλων, των χρεοκοπημένων τραπεζιτών που κερδοσκοπούν με δημόσιο χρήμα.
Κάπως έτσι διανύθηκε μια περίοδος τεσσάρων ετών από την εφαρμογή του Μνημονίου, οπότε οι θέσεις εργασίας στο Δημόσιο μειώθηκαν κατά 200 χιλιάδες, οι μισθοί των εργαζομένων κατά 40%, με τη χρηματοδότηση, για τα πανεπιστήμια λόγου χάρη, να έχει μειωθεί κατά 75% και τις δομές κοινωνικής πρόνοιας να λειτουργούν χάρη στην ευρηματικότητα και την αυτοθυσία των εργαζομένων. Την εικόνα συμπληρώνουν οι διαθεσιμότητες - απολύσεις, οι οποίες δεν εντάσσονται -σύμφωνα με δηλώσεις των αρμόδιων υπουργών- στις δημοσιονομικές ανάγκες, αλλά στην προτεραιότητα να «σπάσει το ταμπού της μονιμότητας στο Δημόσιο».
Όπως προκύπτει από τα 19 προαπαιτούμενα της τρόικας και το λεγόμενο e-mail Χαρδούβελη, οι παρεμβάσεις στο Δημόσιο θα συνεχιστούν με την ίδια ένταση και την επόμενη περίοδο. Θα επιχειρηθεί η ενσωμάτωση και διαιώνιση της λιτότητας μέσω του νέου - νέου (sic) μισθολογίου, το οποίο θα συνδέεται με το νέο σύστημα αξιολόγησης. Ειδικά για το τελευταίο, παρότι εγκαταλείπεται η πρόβλεψη για την εκ των προτέρων υποχρεωτική ποσόστωση, φαίνεται να υπάρχει ιδιαίτερη επιμονή στην καθιέρωση συνθηκών ακραίου ανταγωνισμού ανάμεσα στους εργαζόμενους, αλλά και της σύνδεσης των μισθολογικών προαγωγών με τις δημοσιονομικές συνθήκες.
Οι θέσεις εργασίας στο Δημόσιο θα συνεχίσουν να μειώνονται μέσω του εξαναγκασμού των εργαζομένων σε συνταξιοδότηση, χωρίς να αποκλείονται νέες απολύσεις που πιθανόν θα αναληφθούν ως υποχρεώσεις απέναντι στην τρόικα. Οι συνθήκες πρωτοφανούς υποστελέχωσης θα χρησιμοποιηθούν προκειμένου εξαπλωθούν και να μονιμοποιηθούν οι επισφαλείς μορφές εργασίας. Πρακτικά επιδιώκεται να δημιουργηθούν δύο κατηγορίες εργαζομένων. Ένας στενός πυρήνας μιας σχετικά καλά αμειβόμενης και κομματικά ελεγχόμενης γραφειοκρατίας και απέναντι ο μεγάλος πληθυσμός κακοπληρωμένων και επισφαλών εργαζομένων. Σε αυτή τη κατεύθυνση δεν πρέπει να υποτιμώνται οι μη υλικές παρεμβάσεις που αφορούν τα διάφορα συστήματα «αξιολόγησης» ή το πειθαρχικό δίκαιο και οι βιοπολιτικές τους αξιώσεις.
Ο δημόσιος τομέας θα πρέπει να παίξει αποφασιστικό ρόλο σε μια πολιτική στον αντίποδα της σημερινής. Με τη διατήρηση και την αύξηση των θέσεων εργασίας, συμμετέχοντας αποφασιστικά στην άμβλυνση των κοινωνικών συνεπειών της κρίσης, με την ενίσχυση των ελεγκτικών μηχανισμών στο πλαίσιο μιας αναδιενεμητικής πολιτικής. Αυτή η πολιτική δεν μπορεί προφανώς να ενσωματώνει τις νοοτροπίες του παρελθόντος, άλλα ως ασυνέχεια να εμπεδώσει μια διαφορετική αντίληψη που με ανάδειξη και ενθάρρυνση του ρόλου των εργαζομένων θα προσανατολίζεται στην εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών.