Τρία ποιήματα του Μανόλη Αναγνωστάκη, ποιητή και ιατρού ακτινολόγου.
Την ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τη χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς που προκαλεῖτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
– Το τί δεν πρόδωσες ἐσύ να μοῦ πεῖς
Ἐσύ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ἕνα προς ἕνα τα ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνεῖς ἀγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς ἀφτιά
Ν᾿ ἀκοῦτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλᾶτε.
Για ποια ἀνθρώπινα ἱερά μᾶς ἐγκαλεῖτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορεῖες πάλι, θα πεῖς.
Ἔ ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορεῖες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οἱ λέξεις
Να μην τις παίρνει ὁ ἄνεμος.
Για τα κουρέλια ἀπό τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλᾶν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλῶ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει ἡ βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλῶ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστρωπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλῶ για τις ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν το φῶς λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις ὑγρές πλάκες
Για τα προαύλια τῶν φυλακῶν και για το δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλῶ για τους ψαράδες
Π᾿ ἀφήσανε τα δίχτυά τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι ὅταν Αὐτός κουράστηκε αὐτοί δεν ξαποστάσαν
Κι ὅταν Αὐτός τους πρόδωσε αὐτοί δεν ἀρνηθῆκαν
Κι ὅταν Αὐτός δοξάστηκε αὐτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε και τους σταυρῶναν
Κι αὐτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π᾿ ἄκρη δεν ἔχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ἢ να λυγίσει
Ὄρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ἐρημία τοῦ πλήθους.
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
*Το ποιήμα γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983
Ποιητική
– Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μοῦ πεῖς,Την ἱερότερη ἐκδήλωση τοῦ Ἀνθρώπου
Τη χρησιμοποιεῖτε πάλι ὡς μέσον, ὑποζύγιον
Τῶν σκοτεινῶν ἐπιδιώξεών σας
Ἐν πλήρει γνώσει τῆς ζημιᾶς που προκαλεῖτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
– Το τί δεν πρόδωσες ἐσύ να μοῦ πεῖς
Ἐσύ κι οἱ ὅμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ἕνα προς ἕνα τα ὑπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνεῖς ἀγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς ἀφτιά
Ν᾿ ἀκοῦτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλᾶτε.
Για ποια ἀνθρώπινα ἱερά μᾶς ἐγκαλεῖτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορεῖες πάλι, θα πεῖς.
Ἔ ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορεῖες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οἱ λέξεις
Να μην τις παίρνει ὁ ἄνεμος.
Μιλῶ…
Μιλῶ για τα τελευταῖα σαλπίσματα τῶν νικημένων στρατιωτῶνΓια τα κουρέλια ἀπό τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλᾶν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλῶ για τα λουλούδια που μαραθήκανε στους τάφους και τα σαπίζει ἡ βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλῶ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια στους δρόμους
Τους μαστρωπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλῶ για τις ἀτέλειωτες νύχτες ὅταν το φῶς λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις ὑγρές πλάκες
Για τα προαύλια τῶν φυλακῶν και για το δάκρυ τῶν μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλῶ για τους ψαράδες
Π᾿ ἀφήσανε τα δίχτυά τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι ὅταν Αὐτός κουράστηκε αὐτοί δεν ξαποστάσαν
Κι ὅταν Αὐτός τους πρόδωσε αὐτοί δεν ἀρνηθῆκαν
Κι ὅταν Αὐτός δοξάστηκε αὐτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οἱ σύντροφοί τους φτύνανε και τους σταυρῶναν
Κι αὐτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π᾿ ἄκρη δεν ἔχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ἢ να λυγίσει
Ὄρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ἐρημία τοῦ πλήθους.
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου 'κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα 'σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
*Το ποιήμα γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983