Tο 1940 εγγράφεται στη Nομική Σχολή του
Πανεπιστήμιου της Aθήνας. Δεν θα τελειώσει όμως ποτέ, καθώς τον
κερδίζει η Aντίσταση και οργανώνεται στην EΠON. Στην καρδιά της Kατοχής
το 1943, χάνει τον πατέρα του, ενώ αργότερα, όντας στην Mακρόνησο (1951), χάνει και τη μητέρα του.
Ανέπτυξε έντονη πολιτική δραστηριότητα στο χώρο της αριστεράς με συνέπεια να εξοριστεί από το 1945 έως το 1951. Με τη λήξη των Δεκεμβριανών συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (1945) αφήνεται ελεύθερος. Τον Ιούνιου του 1948 συλλαμβάνεται και εξορίζεται στο Μούδρο. Το 1949 μεταφέρεται στη Μακρόνησο. Επειδή δεν υπέγραψε δήλωση μετάνοιας μεταφέρεται στον Αϊ Στράτη κι από κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951.
Το «Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου» θεωρήθηκε «κήρυγμα ανατρεπτικό» και κατασχέθηκε. Το 1955 ο ποιητής δικάζεται
στο Πενταμελές Eφετείο για το συγκεκριμένο έργο του. Πλήθος κόσμου
και ανάμεσά τους πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων θα
παρακολουθήσουν αυτή τη πνευματική δίκη όπου ο ποιητής θα μετατρέψει
το εδώλιο σε βήμα και όπου θα διατυπώσει την ουσία και τον σκοπό της
τέχνης του. Θα συγκινήσει όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους
δικαστές που τελικά θα τον αθωώσουν πανηγυρικά.
Το διάλειμμα της δικτατορίας
Στα χρόνια της δικτατορίας, ο Λειβαδίτης βυθίζεται στη σιωπή και μένει άνεργος. Έτσι κατέληξε να γράφει σε ένα νεανικό λαϊκό περιοδικό της εποχής, το Φαντάζιο, μαζί με πολλούς ακόμα διωγμένους αριστερούς.
Στα χρόνια της δικτατορίας, ο Λειβαδίτης βυθίζεται στη σιωπή και μένει άνεργος. Έτσι κατέληξε να γράφει σε ένα νεανικό λαϊκό περιοδικό της εποχής, το Φαντάζιο, μαζί με πολλούς ακόμα διωγμένους αριστερούς.
Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην
Αθήνα 30 Οκτωβρίου 1988. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα
ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο «Χειρόγραφα του Φθινοπώρου».
Ποιήματά του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, το Μάνο Λοίζο, τον Γιώργο Τσαγκάρη, τον Μιχάλη Γρηγορίου κ.α.
Συνυπέγραψε ακόμη με τον Κώστα Κοτζιά τα σενάρια των ελληνικών ταινιών «Ο θρίαμβος» και «Συνοικία το όνειρο» σε σκηνοθεσία του Αλέκου Αλεξανδράκη. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρωσικά, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά.
«Και μια μέρα
θέλω να γράψουν στον τάφο μου: Έζησε στα σύνορα μιας ακαθόριστης
ηλικίας και πέθανε για πράγματα μακρινά που είδε κάποτε σε ένα αβέβαιο
όνειρο»
(Εξομολόγηση, Τα χειρόγραφα του Φθινοπώρου).
Μουσική: Γιώργος Τσαγκάρης
Στίχοι: Τάσος Λειβαδίτης
Copyright: 1993
Δισκογραφική εταιρία: Minos
Και να που φτάσαμε εδώ χωρίς αποσκευές
μα μ' ένα τόσο ωραίο φεγγάρι.
Κι εγώ ονειρεύτηκα έναν καλύτερο κόσμο,
φτωχή ανθρωπότητα, δεν μπόρεσες ούτε ένα κεφάλαιο
να γράψεις ακόμα, σαν σανίδα απόθλιβερό ναυάγιο
ταξιδεύει η γηραιά μας ήπειρος.
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα που μυρίζει η γη,
τι όμορφα, τι όμορφα που μυρίζει η γη.
Βέβαια αγάπησα τα ιδανικά της ανθρωπότητας,
αλλά τα πουλιά πετούσαν πιο πέρα.
Σκληρός, άκαρδος κόσμος, που δεν άνοιξε ποτέ
μιαν ομπρέλα πάνω απ' το δέντρο που βρέχεται.
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα που μυρίζει η γη,
τι όμορφα, τι όμορφα που μυρίζει η γη.
Κι ύστερα ανακάλυψαν την πυξίδα,
για να πεθαίνουν και αλλού
και την απληστεία για να μένουν νεκροί για πάντα.
Αλλά καθώς βραδιάζει ένα φλάουτο κάπου
ή ένα άστρο συνηγορεί για όλη την ανθρωπότητα.
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα που μυρίζει η γη,
τι όμορφα, τι όμορφα που μυρίζει η γη.
Καθώς μένω στο δωμάτιό μου,
μου 'ρχονται άξαφνα φαϊνές ιδέες,
φοράω το σακάκι του πατέρα κι έτσι είμαστε δυο
κι αν κάποτε μ' άκουσαν να γαβγίζω,
ήταν για να δώσω έναν αέρα εξοχής στο δωμάτιο.
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα που μυρίζει η γη,
τι όμορφα, τι όμορφα που μυρίζει η γη.
Κάποτε θ' αποδίδουμε δικαιοσύνση
μ' ένα άστρο ή μ' ένα γιασεμί,
σαν ένα τραγούδι που καθώς βρέχει,
παίρνει το μέρος των φτωχών.
Αλλά τα βράδυα τι όμορφα που μυρίζει η γη,
τι όμορφα, τι όμορφα που μυρίζει η γη.
Δώσ' μου το χέρι σου.