Σε μια προσπάθεια να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους στο οικονομικό
παιχνίδι, ΗΠΑ και ΕΕ βρίσκονται σε κεκλεισμένων των θυρών συνομιλίες για
την υπογραφή της Transatlantic Trade Investment Partnership
– TTIP (Διατλαντική Συμφωνία Συνεργασίας Εμπορίου και Επενδύσεων).
Σύμφωνα με ανθρώπους που έχουν γνώση του Συμφώνου, αυτό έχει σκοπό να
επιβάλει τους όρους του σε κάθε μέλος που το υπογράφει ενώ επιφυλάσσει
κινδύνους για την κυριαρχία ενός κράτους περιλαμβάνοντας ρήτρες
προστασίας του επενδυτή.
Του Νίκου Μίχου
Με την συμφωνία, ΗΠΑ και ΕΕ, ελπίζουν να «καπελώσουν» 22 άλλες
μικρότερες οικονομικές ενώσεις, όπως η ASEAN της νοτιοανατολικής Ασίας,
ενώ ήδη 110 χώρες έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για να συμμετάσχουν. Παρόλα
αυτά, σύμφωνα με την Ουρλίκε Χέρμαν, Γερμανίδα δημοσιογράφο στην εφημερίδα Die Tageszeitung η οποία μίλησε σε σχετική εκδήλωση των Ιδρυμάτων Ρόζα Λούξεμπουργκ και Νίκος Πουλατζάς, στόχος των ΗΠΑ και ΕΕ είναι η ένταξη μελών στην TTIP χωρίς να μπορούν να αρνηθούν τους όρους που αυτή θέτει.
Επισήμως, αν και το κείμενο της συμφωνίας είναι άγνωστο ακόμη και για τους άμεσα ενδιαφερόμενους όπως τα κράτη μέλη της ΕΕ, σκοπός της TTIP είναι να μην υπάρχουν δασμοί και εμπόδια στις συναλλαγές και στο επιχειρείν. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν το 2013 στο πλαίσιο της απορύθμισης των αγορών σε ΕΕ και ΗΠΑ.
Η Κομισιόν υπολογίζει ότι η TTIP θα φέρει ανάπτυξη της τάξης του 0,036% τον χρόνο και κατά 0,5% μέχρι το 2027. Όμως όπως και η ΝΑFTA (ΗΠΑ, Καναδάς, Μεξικό) «η Συμφωνία δεν θα φέρει μείωση της ανεργίας, όπως και το εμπόριο από μόνο του δεν θα φέρει αύξηση της παραγωγής», σύμφωνα με την Γερμανίδα δημοσιογράφο.
Πολλές μεγάλες ενώσεις βιομηχάνων, όπως για παράδειγμα οι εκπρόσωποι της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, έχουν ταχθεί κατά την TTIP ακριβώς γιατί δεν βλέπουν ότι θα φέρει αποτελέσματα.
Παράλληλα, έχει παρατηρηθεί ότι όπου έχουν εφαρμοστεί τέτοιες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, οι εργαζόμενοι έχουν εξωθηθεί από τις θέσεις τους. Μάλιστα, η Κομισιόν έχει επιβεβαιώσει ότι υπάρχει ο κίνδυνος από την TTIP πολλοί ευρωπαίοι να δουν την πόρτα της εξόδου από τον εργασιακό τους χώρο με τρόπο «παρατεταμένο και ουσιαστικό».
Επικίνδυνα Βήματα
Το πρώτο βήμα για την επικύρωση της TTIP είναι η συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ. Αυτή η συμφωνία θα γίνει πάνω σε θέματα «εύκολα» καθώς σε γενικότερες γραμμές η οικονομική πολιτικών των δυο μερών είναι παραπλήσια.
Το δεύτερο βήμα, όμως, είναι το «κλειδί» κατά την Χερμαν: Από την επικύρωση της Συμφωνίας και έπειτα πριν καν κατατεθούν προς συζήτηση στα κοινοβούλια, όλα τα νομοσχέδια θα περνούν από ενδελεχή έλεγχο μη τυχόν και περιέχουν διατάξεις που θα επηρεάζουν τις εμπορικές σχέσεις και το επενδυτικό πλαίσιο.
«Το δεύτερο αυτό βήμα της TTIP εκτός από το ότι θα ενισχύσει τα λόμπι, προσβάλει ξεκάθαρα την εθνική κυριαρχία των κρατών», ανέφερε η Ούλριχ Χέρμαν.
Ο τουρισμός, που είναι το βασικό εξαγωγικό προϊόν της Ελλάδας, δεν συμπεριλαμβάνεται στην TTIP. Όμως η χώρα κινδυνεύει από την συμφωνία καθώς αυτή περιλαμβάνει τις ρήτρες προστασίας των επενδύσεων (investment protection clauses). Μάλιστα, η Ελλάδα έχει υπογράψει συμφωνίες που περιλαμβάνουν τέτοιες ρήτρες με 43 χώρες.
Σύμφωνα με αυτές, οι ξένες εταιρίες μπορούν να μηνύσουν μια χώρα αν αντιληφθούν πως απειλείται η επένδυση. Η επένδυση μπορεί να απειληθεί από περιβαλλοντικούς όρους που την εμποδίζουν, από τον κατώτατο μισθό, από μέτρα για την προστασία των καταναλωτών, από τους όρους για την χρήση γης και άλλα.
Οι ξένες εταιρίες (και όχι οι εγχώριες) μπορούν να παρακάμψουν το εθνικό σύστημα δικαιοσύνης και να προσφύγουν κατά της χώρας στο Διεθνές Δικαστήριο Διαιτησίας και να αξιώσουν αποζημιώσεις. Για παράδειγμα, η σουηδική εταιρία Vattenfall προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Γερμανίας εξαιτίας του κλεισίματος δυο πυρηνικών εργοστασίων ύστερα από το ατύχημα της Φουκουσίμα, όπου κέρδισαν αποζημίωση ύψους 3,7 δις δολαρίων. Μάλιστα, μπορούν οι εταιρίες να διεκδικήσουν αποζημίωση για διαφύγοντα κέρδη ακόμη και πριν την έναρξη του επενδυτικού σχεδίου.
Πολλές κυβερνήσεις υπό τον φόβο να εμπλακούν σε μια δικαστική διαμάχη δεν καταθέτουν νομοσχέδια απορυθμίζοντας εκούσια – υπό ομηρία της επένδυσης ουσιαστικά – την περιβαλλοντική νομοθεσία, την ασφάλεια για τα τρόφιμα ακόμη και τον δημόσιο τομέα. «Εάν επικυρωθεί η συμφωνία, εξαιτίας της κρίσης του ευρώ, η Ελλάδα θα αναγκαστεί να παρεμβαίνει στο κοινωνικό και οικονομικό της σύστημα για χρόνια», υπογραμμίζει η δημοσιογράφος εκτιμώντας ότι «εάν, όμως, η επικύρωση πρέπει να περάσει από τα 28 κοινοβούλια δεν έχει καμία ελπίδα η TTIP. Σημασία λοιπόν έχει ποιος θα την επικυρώσει».
Από τις διαπραγματεύσεις, πάντως, ήδη έχουν εξαιρεθεί οι βιομηχανίες χημικών προϊόντων καθώς δεν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος με τον ίδιο τρόπο από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Παραδειγματικά αναφέρεται, ότι στις ΗΠΑ για να θεωρηθεί ένα χημικό προϊόν επικίνδυνο πρέπει πρώτα να υπάρξει κάποια συνέπεια της χρήσης του.
Δεσμευτικός μπούσουλας
Σύμφωνα με την Ντέμπι Μπάρκερ, διευθύντρια του Κέντρου Διατροφικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (Center for Food Safety), «είναι πραξικοπηματικό με μια συμφωνία που κανείς δεν ξέρει το περιεχόμενό της να μπορεί μια εταιρία να προσβάλει ένα κυρίαρχο κράτος». Η ίδια πιστεύει ότι η TTIP ακόμη και αν δεν επικυρωθεί τελικά θα αποτελέσει «ένα σχέδιο για συνθήκες του μέλλοντος».
Ακόμη, η κυβέρνηση των ΗΠΑ διατύπωσε δημόσια την απαίτησή της να παραχωρηθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας μεγαλύτερος ρόλος στις επιχειρήσεις στην λήψη αποφάσεων για τον καθορισμό των προτύπων. Η Κομισιόν ανταποκρίθηκε με την δημιουργία του Συμβουλίου Ρυθμιστικής Συνεργασίας. Οι εταιρίες ακόμη και μετά την επικύρωση της TTIP θα μπορούν να προτείνουν κανονισμούς προς κατάργηση.
Η μυστικότητα, δε, υπό την οποία διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις προωθούν μόνο την αδιαφάνεια, όμως σύμφωνα με Αμερικανό αξιωματούχο που επικαλέστηκε η Μπάρκερ, «τίποτα δεν είναι κρυφό. Αν θέλετε διαβάστε την αντίστοιχη συμφωνία μας με την Νότια Κορέα».
Σε κάθε περίπτωση, η TTIP δείχνει πως οι εταιρίες προσπαθούν διαρκώς να βρουν τον φθηνότερο τόπο αλλά και τρόπο για να παράξουν τα προϊόντα τους – ακόμη και αν αυτό θα γίνει μέσω lobbying που θα απειλεί την κυριαρχία των κρατών.
Επισήμως, αν και το κείμενο της συμφωνίας είναι άγνωστο ακόμη και για τους άμεσα ενδιαφερόμενους όπως τα κράτη μέλη της ΕΕ, σκοπός της TTIP είναι να μην υπάρχουν δασμοί και εμπόδια στις συναλλαγές και στο επιχειρείν. Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν το 2013 στο πλαίσιο της απορύθμισης των αγορών σε ΕΕ και ΗΠΑ.
Η Κομισιόν υπολογίζει ότι η TTIP θα φέρει ανάπτυξη της τάξης του 0,036% τον χρόνο και κατά 0,5% μέχρι το 2027. Όμως όπως και η ΝΑFTA (ΗΠΑ, Καναδάς, Μεξικό) «η Συμφωνία δεν θα φέρει μείωση της ανεργίας, όπως και το εμπόριο από μόνο του δεν θα φέρει αύξηση της παραγωγής», σύμφωνα με την Γερμανίδα δημοσιογράφο.
Πολλές μεγάλες ενώσεις βιομηχάνων, όπως για παράδειγμα οι εκπρόσωποι της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, έχουν ταχθεί κατά την TTIP ακριβώς γιατί δεν βλέπουν ότι θα φέρει αποτελέσματα.
Παράλληλα, έχει παρατηρηθεί ότι όπου έχουν εφαρμοστεί τέτοιες συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου, οι εργαζόμενοι έχουν εξωθηθεί από τις θέσεις τους. Μάλιστα, η Κομισιόν έχει επιβεβαιώσει ότι υπάρχει ο κίνδυνος από την TTIP πολλοί ευρωπαίοι να δουν την πόρτα της εξόδου από τον εργασιακό τους χώρο με τρόπο «παρατεταμένο και ουσιαστικό».
Επικίνδυνα Βήματα
Το πρώτο βήμα για την επικύρωση της TTIP είναι η συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ. Αυτή η συμφωνία θα γίνει πάνω σε θέματα «εύκολα» καθώς σε γενικότερες γραμμές η οικονομική πολιτικών των δυο μερών είναι παραπλήσια.
Το δεύτερο βήμα, όμως, είναι το «κλειδί» κατά την Χερμαν: Από την επικύρωση της Συμφωνίας και έπειτα πριν καν κατατεθούν προς συζήτηση στα κοινοβούλια, όλα τα νομοσχέδια θα περνούν από ενδελεχή έλεγχο μη τυχόν και περιέχουν διατάξεις που θα επηρεάζουν τις εμπορικές σχέσεις και το επενδυτικό πλαίσιο.
«Το δεύτερο αυτό βήμα της TTIP εκτός από το ότι θα ενισχύσει τα λόμπι, προσβάλει ξεκάθαρα την εθνική κυριαρχία των κρατών», ανέφερε η Ούλριχ Χέρμαν.
Ο τουρισμός, που είναι το βασικό εξαγωγικό προϊόν της Ελλάδας, δεν συμπεριλαμβάνεται στην TTIP. Όμως η χώρα κινδυνεύει από την συμφωνία καθώς αυτή περιλαμβάνει τις ρήτρες προστασίας των επενδύσεων (investment protection clauses). Μάλιστα, η Ελλάδα έχει υπογράψει συμφωνίες που περιλαμβάνουν τέτοιες ρήτρες με 43 χώρες.
Σύμφωνα με αυτές, οι ξένες εταιρίες μπορούν να μηνύσουν μια χώρα αν αντιληφθούν πως απειλείται η επένδυση. Η επένδυση μπορεί να απειληθεί από περιβαλλοντικούς όρους που την εμποδίζουν, από τον κατώτατο μισθό, από μέτρα για την προστασία των καταναλωτών, από τους όρους για την χρήση γης και άλλα.
Οι ξένες εταιρίες (και όχι οι εγχώριες) μπορούν να παρακάμψουν το εθνικό σύστημα δικαιοσύνης και να προσφύγουν κατά της χώρας στο Διεθνές Δικαστήριο Διαιτησίας και να αξιώσουν αποζημιώσεις. Για παράδειγμα, η σουηδική εταιρία Vattenfall προσέφυγε στο Δικαστήριο κατά της Γερμανίας εξαιτίας του κλεισίματος δυο πυρηνικών εργοστασίων ύστερα από το ατύχημα της Φουκουσίμα, όπου κέρδισαν αποζημίωση ύψους 3,7 δις δολαρίων. Μάλιστα, μπορούν οι εταιρίες να διεκδικήσουν αποζημίωση για διαφύγοντα κέρδη ακόμη και πριν την έναρξη του επενδυτικού σχεδίου.
Πολλές κυβερνήσεις υπό τον φόβο να εμπλακούν σε μια δικαστική διαμάχη δεν καταθέτουν νομοσχέδια απορυθμίζοντας εκούσια – υπό ομηρία της επένδυσης ουσιαστικά – την περιβαλλοντική νομοθεσία, την ασφάλεια για τα τρόφιμα ακόμη και τον δημόσιο τομέα. «Εάν επικυρωθεί η συμφωνία, εξαιτίας της κρίσης του ευρώ, η Ελλάδα θα αναγκαστεί να παρεμβαίνει στο κοινωνικό και οικονομικό της σύστημα για χρόνια», υπογραμμίζει η δημοσιογράφος εκτιμώντας ότι «εάν, όμως, η επικύρωση πρέπει να περάσει από τα 28 κοινοβούλια δεν έχει καμία ελπίδα η TTIP. Σημασία λοιπόν έχει ποιος θα την επικυρώσει».
Από τις διαπραγματεύσεις, πάντως, ήδη έχουν εξαιρεθεί οι βιομηχανίες χημικών προϊόντων καθώς δεν αντιμετωπίζεται ο κίνδυνος με τον ίδιο τρόπο από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Παραδειγματικά αναφέρεται, ότι στις ΗΠΑ για να θεωρηθεί ένα χημικό προϊόν επικίνδυνο πρέπει πρώτα να υπάρξει κάποια συνέπεια της χρήσης του.
Δεσμευτικός μπούσουλας
Σύμφωνα με την Ντέμπι Μπάρκερ, διευθύντρια του Κέντρου Διατροφικής Ασφάλειας των ΗΠΑ (Center for Food Safety), «είναι πραξικοπηματικό με μια συμφωνία που κανείς δεν ξέρει το περιεχόμενό της να μπορεί μια εταιρία να προσβάλει ένα κυρίαρχο κράτος». Η ίδια πιστεύει ότι η TTIP ακόμη και αν δεν επικυρωθεί τελικά θα αποτελέσει «ένα σχέδιο για συνθήκες του μέλλοντος».
Ακόμη, η κυβέρνηση των ΗΠΑ διατύπωσε δημόσια την απαίτησή της να παραχωρηθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας μεγαλύτερος ρόλος στις επιχειρήσεις στην λήψη αποφάσεων για τον καθορισμό των προτύπων. Η Κομισιόν ανταποκρίθηκε με την δημιουργία του Συμβουλίου Ρυθμιστικής Συνεργασίας. Οι εταιρίες ακόμη και μετά την επικύρωση της TTIP θα μπορούν να προτείνουν κανονισμούς προς κατάργηση.
Η μυστικότητα, δε, υπό την οποία διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις προωθούν μόνο την αδιαφάνεια, όμως σύμφωνα με Αμερικανό αξιωματούχο που επικαλέστηκε η Μπάρκερ, «τίποτα δεν είναι κρυφό. Αν θέλετε διαβάστε την αντίστοιχη συμφωνία μας με την Νότια Κορέα».
Σε κάθε περίπτωση, η TTIP δείχνει πως οι εταιρίες προσπαθούν διαρκώς να βρουν τον φθηνότερο τόπο αλλά και τρόπο για να παράξουν τα προϊόντα τους – ακόμη και αν αυτό θα γίνει μέσω lobbying που θα απειλεί την κυριαρχία των κρατών.
ΠΗΓΗ:tvxs.gr