Σελίδες

Τρίτη 12 Ιουνίου 2018

Μια Ιστορία Ένα Τραγούδι: Οι 7 Νάνοι στο S/S Cyrenia




Ο Νίκος Καββαδίας γεννήθηκε το 1910 στη Μαντζουρία της Σιβηρίας από Κεφαλλονίτες γονείς και πέθανε το 1975 από εγκεφαλικό επεισόδιο σε κλινική στην Αθήνα.

 Ο Καββαδίας μπάρκαρε για πρώτη φορά με το Cyrenia στο Κολόμπο της Κεϋλάνης /Σρι Λάνκα, τον Οκτώβριο του 1949. Ταξίδεψε με αυτό ξανά κατά διαστήματα από το 1950 μέχρι το 1955. Ήταν το αγαπημένο του πλοίο και έχει γράψει πολλά ποιήματα πάνω σ’ αυτό. 
Οι «7 Νάνοι στο S/S Cyrenia» είναι ποίημα αφιερωμένο στην κόρη της αδερφής του Τζένιας, την Έλγκα, και γράφτηκε το 1951 στο Κολόμπο.
Ο Καββαδίας λάτρευε την κόρη της αδερφής του, τόσο που σχεδόν ποτέ «δεν της χαλούσε το χατίρι». Η μικρή πάνω από το κρεβάτι της είχε τις φιγούρες των επτά νάνων του γνωστού παραμυθιού, οι οποίοι ήταν η μεγάλη αδυναμία της. Μια μέρα ζήτησε από το θείο της να γράψει ένα ποίημα γι’ αυτούς. Τότε -και για πολλά χρόνια- ο Καββαδίας ταξίδευε με το επιβατηγό «Κυρήνεια», το οποίο μετέφερε στην Αυστραλία ανθρώπους κάθε εθνικότητας, που πήγαιναν εκεί με την ελπίδα μιας καλύτερης ζωής. Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 το ταξίδι διαρκούσε εβδομάδες και στη διάρκειά του ο ποιητής είχε τη δυνατότητα να συναναστρέφεται και να παρατηρεί όλο αυτό το ετερόκλητο πλήθος. Την περίοδο αυτή, ο Καββαδίας θα ανταποκριθεί στο αίτημα της μικρούλας Έλγκας και θα γράψει τους «7 Νάνους…».
Πρόκειται για ένα ποίημα που μπλέκει διαρκώς καταστάσεις της στεριάς και της θάλασσας, της πραγματικότητας και της φαντασίας. Ο Καββαδίας αφενός αναφέρεται στην ανιψιά του («Κόρη ξανθή και γαλανή… μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατίρι;») και αφετέρου στις καταστάσεις που βίωνε στο καράβι («Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι» - τα μέλη του πληρώματος ή οι επιβάτες;). Ο Σημ, ο Ρεκ, ο Γκόμπυ, ο Σάλαχ, ο Ραμάν, ο Τοτ, ο Χαράμ είναι μέλη του πληρώματος, με το δικό του έργο και τη δική του ιδιαιτερότητα ο καθένας, η Ρουθ και η Εσθήρ (βιβλικές αναφορές σε ιδιαίτερους τύπους γυναικών) είναι και αυτές υπαρκτά πρόσωπα, καθώς ταξίδευαν ως μετανάστριες στην Αυστραλία με το Κυρήνεια.
Το ποίημα αυτό θα το μελοποιήσει ο Θάνος Μικρούτσικος και θα ακουστεί σε πρώτη εκτέλεση από τη Χαρούλα Αλεξίου στο δίσκο «Η αγάπη είναι ζάλη», που κυκλοφόρησε το 1986.

 Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ’ ένα καλάμι.

Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ’ ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.

Απ’ το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα.
Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιος θε να την πιει σ’ ένα ποτήρι.

Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.

Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρουθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;

Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρι καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιέ μου που πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.

Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ’έναν αυλό με νανουρίζει.

Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
Μ’ ένα ξυστρί καθάρισέ με απ’ τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
Γιε μου που πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.