Σελίδες

Κυριακή 22 Ιουλίου 2018

Κώστας Καρυωτάκης.





O ποιητής Κ. Καρυωτάκης αυτοκτόνησε, στις 21 Ιουλίου 1928.  Πολλοί γνωρίζουν ότι ο Καρυωτάκης έβαλε ο ίδιος τέλος στη ζωή του, στην Πρέβεζα. Αντίθετα, η μεγάλη επιρροή του, στην ελληνική ποίηση, δεν είναι ευρέως γνωστή. Οι γενικόλογοι χαρακτηρισμοί, για τον «μηδενιστή» και «απαισιόδοξο» Καρυωτάκη,  δεν αφήνουν, συνήθως, να αναδειχθεί ο σαρκασμός και η κριτική που άσκησε (μέσω της ποίησης του) στην εποχή του, στις κοινωνικές δομές και σχέσεις, ακόμα και στον ίδιο του τον εαυτό.
Αξίζει να σημειωθεί κάτι που, επίσης, δεν αναφέρεται συχνά: Ο Κ. Καρυωτάκης είχε και συνδικαλιστική δράση ως δημόσιος υπάλληλος. 
Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στην Τρίπολη στις 30 Οκτωβρίου 1896. Από το 1912 δημοσιεύει ποιήματα σε διάφορα παιδικά περιοδικά. Δεκαεπτά ετών έρχεται στην Αθήνα και γράφεται στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Στα τέλη του 1917 πήρε το πτυχίο του. Στη συνέχεια επιχείρησε να ασκήσει το δικηγορικό επάγγελμα. Διορίστηκε ως υπάλληλος στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, μετατέθηκε σε διάφορες Νομαρχίες και άσκησε τα καθήκοντά του σε διάφορες υπηρεσίες.
Αισθανόμενος απέχθεια για την κρατική γραφειοκρατία, την καυτηριάζει συχνά. Τον Φεβρουάριο του 1919, εκδίδει την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων». Το 1921 κυκλοφορεί τη δεύτερη συλλογή του, τα «Νηπενθή». Την εποχή αυτή, συνδέεται στενά με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, συνάδελφό του στη Νομαρχία Αθήνας. Το Δεκέμβριο του 1927, εκδίδει την τελευταία του συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες».
Το Φεβρουάριο του 1928, αποσπάται στην Πάτρα και τον Ιούνιο στην Πρέβεζα. Στις 20 Ιουλίου, αποφασίζει να βάλει τέλος στη ζωή του. Στις 21 Ιουλίου φυτεύει μια σφαίρα στην καρδιά του…


 Ακούστε στη συνέχεια την πρώτη ηχογραφημένη μελοποίηση του ποιήματος. Έγινε από το Δήμο Μούτση στο δίσκο "Τετραλογία" το 1975.
Τραγούδι: Χρήστος Λετονός

Θάνατος είναι οι κάργες που χτυπιούνται
 στους μαύρους τοίχους και τα κεραμύδια,
θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

 Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι
με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη
ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

 Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίση μια "ελλειπή" μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις, Φρουρά, Εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ' ακούσουμε την μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο Τραπέζης
πρώτη κατάθεσις δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία,
 "Υπάρχω;" λες, κ' ύστερα "δεν υπάρχεις!"
Φτάνει το πλοίο. Υψωμένη σημαία.
Ισως έρχεται ο Κύριος Νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.