Oταν έχεις απέναντί σου έναν
νέο 96 ετών και η συζήτηση είναι για την προσωπική του ζωή, ακόμη κι αν
τυγχάνει αυτή να συνδέεται άρρηκτα με την προσωπική δική σου ζωή
-απόδειξη αυτού είναι η ίδια η ιστορία- αναρωτιέσαι στ’ αλήθεια τι να
πρωτορωτήσεις. Ετσι, αρχικά παρατηρείς.
Ο Αλέκος Τοπάλογλου είναι πράγματι 96 ετών, αν και είναι δύσκολο να
το πιστέψει κανείς, καθώς «μόλις πέρυσι για πρώτη φορά μού είπε ότι τον
πονούσε κάπως το πόδι του», όπως μας είπε η γυναίκα του. Θυμάται τα
πάντα, αναθεματίζει τον εαυτό του για όσα δεν του έρχονται κατευθείαν
στο μυαλό και αυτοσαρκάζεται λέγοντας «τα λάθη της νεότητάς μου πληρώνω
τώρα».
Πρόσφυγας από την Κωνσταντινούπολη, βρέθηκε στην Αθήνα με την
ανταλλαγή πληθυσμών.
Από πολύ νωρίς φάνηκε η ροπή του προς τα
μηχανολογικά. Οπου έβρισκε παλιά ανταλλακτικά ή πεταμένες μηχανές, τις
συναρμολογούσε και αυτή του η ικανότητα αποδείχθηκε σωτήρια για την ίδια
του τη ζωή.
Στα 14 του χρόνια, ήδη μέλος της ΕΠΟΝ, είχε βρει μία βρετανική
μοτοσικλέτα πεταμένη, τη συναρμολόγησε και με αυτή αναγκαζόταν να φέρνει
λάδι και στάρι στον ασφαλίτη της γειτονιάς του όταν εκείνος του το
«ζητούσε». Ομως χρήματα για βενζίνη δεν υπήρχαν και όταν δεν μπορούσε
πια να τον εξυπηρετήσει, σε έναν έλεγχο που έγινε, βρήκαν επάνω του
κουπόνια της ΕΠΟΝ και τον έστειλαν στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Εκεί
άκουσε για τον Ναπολέοντα Σουκατζίδη και ήταν η πρώτη φορά κατά τη
διάρκεια της αφήγησης που ο Αλέκος Τοπάλογλου συγκινήθηκε: «Τους
φόρτωναν σε καμιόνια για να τους πάνε για εκτέλεση και αυτοί
τραγουδούσαν το “Στη στεριά δεν ζει το ψάρι”».
«Μη μας ξεχάσετε»
Από το στρατόπεδο Χαϊδαρίου, την απομόνωση και τη φυλακή, μεταφέρθηκε
μαζί με χιλιάδες άλλους σε βαγόνια τρένων «που ήμασταν στριμωγμένοι
δεκάδες ενώ θυμάμαι την ταμπέλα που έλεγε “14 επιβάτες”», σε στρατόπεδα
εργασίας της Γερμανίας. Στη Θεσσαλονίκη φορτώναν τους Εβραίους, λέγοντάς
τους να πάρουν ό,τι πολύτιμο είχαν μαζί τους, γιατί θα τους μετέφεραν
στην Ευρώπη, να ζήσουν και να δουλέψουν. Και αυτοί τους πίστευαν.
«Κανείς μας δεν ήξερε τι τον περίμενε. Στη Γερμανία τούς τα έκλεψαν όλα,
κανείς δεν γλίτωσε», λέει ο κ. Τοπάλογλου. «Από το ένα στρατόπεδο με
πήγαιναν στο άλλο.
Επί δύο χρόνια, πέρασα από 4-5 στρατόπεδα. Από το Μπέργκεν-Μπέλσεν,
από το Αουσβιτς. Παντού η ίδια διαδικασία: μας έγδυναν, μας κοιτούσαν,
μας φορούσαν φόρμες εργασίας, μας έριχναν μια κουτάλα με σούπα και
όποιος προλάβαινε έτρωγε. Αν γίνονταν κανένας βομβαρδισμός, μας έφερναν
να φάμε τα σκοτωμένα ζώα. Δουλεύαμε στα εργοστάσια 14-15 ώρες χωρίς
διάλειμμα, ούτε για νερό. Επαιρναν τα πάντα, ακόμα και τα χρυσά δόντια.
Αν τα έβγαζες μόνος σου και τους τα έδινες, μπορεί να γλίτωνες. Αν όχι,
σου έκοβαν το κεφάλι και τα έπαιρναν»
«Το νούμερό μου ήταν το 32944. Οι γυναίκες ήταν χωριστά. Κόσμος
πολύς. Ρώσοι, Πολωνοί, Λετονοί, Γάλλοι και Ελληνες. Τους Εβραίους τούς
είχαν επίσης σε χωριστούς κοιτώνες. Την πρώτη μέρα που έφτασα, με έβαλαν
να ρίξω σε φούρνους πτώματα. Μετά, έμαθαν ότι είμαι οξυγονοκολλητής και
ότι μπορώ να επισκευάζω μηχανές και με έστειλαν σε εργοστάσιο για
υποβρύχια.
Ηξερα και κάποια σπαστά γερμανικά -ήμουν μικρός και τα έπαιρνα
εύκολα- και μπορούσα να συνεννοηθώ. Τι να συνεννοηθώ δηλαδή; Ολο, “θα σε
κρεμάσουμε” και “θα σε σκοτώσουμε” μου έλεγαν» θυμάται ο κ. Τοπάλογλου.
«Γι’αυτούς ήμουν ο “κλάινε γκρίχε” - ο μικρός Ελληνας, που μπορούσε να
δουλέψει. Μια μέρα μου έδειξαν ένα σχέδιο, κάτι σαν ατσαλένια πόρτα. Δεν
κατάλαβα τι ήταν - το έφτιαξα. Και τότε, πήραν κάποιους από τους
αιχμαλώτους και τους κρέμασαν πάνω της. “Μη μας ξεχάσετε” φώναξε ένα
παλικάρι από την Ελλάδα που ήταν ανάμεσά τους.
Δεν τον ξέχασα, αλλά ποτέ δεν μπόρεσα να μάθω το όνομά του... Μας
υποχρέωσαν να περάσουμε από μπροστά τους, να δούμε τα κρεμασμένα τους
κεφάλια σε απόσταση αναπνοής και όσους ακόμη ζούσαν, τους πυροβολούσαν
επί τόπου, εκεί, μπροστά στα μάτια μας. Για παραδειγματισμό»
«Πώς άντεξε;» ρωτάμε τη γυναίκα του, Λέτα, εγγονή του Σπύρου Λούη,
που οι Γερμανοί εκτέλεσαν τον πατέρα της όταν ήταν δύο χρόνων. «Ηταν
πολύ δυνατός νέος και πεισματάρης. Ακόμη έτσι είναι» μας απαντά.
«Οταν πλησίαζε η απελευθέρωση, το νιώθαμε. Δεν μας έδιναν πολλή
σημασία οι Γερμανοί... Οταν ελευθερωθήκαμε, περπατούσαμε 4 ημέρες μέχρι
το Αμβούργο. Μπήκαμε μαζί με επτά, οκτώ χιλιάδες ακόμη στο Cap Arcona,
το μεγαλύτερο πλοίο μετά τον Τιτανικό. Ηταν Μάιος του 1945, τέσσερις
μέρες μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ, όταν το βομβάρδισαν. 350 σώθηκαν
μόνο - εγώ κατόρθωσα να κολυμπήσω μέχρι την ακτή. Αλλη περιπέτεια από
κει και πέρα για μήνες, μέχρι να γυρίσω στην Ελλάδα... Δεν θα ξεχάσω το
πώς έκανε η μάνα μου όταν με πρωτοείδε έπειτα από δυόμισι χρόνια που δεν
ήξερε καν αν ζω. Μέχρι τότε, έταζε όλο της το βιος σε όποιον μπορούσε
να της πει μια καλή είδηση για την επιστροφή μου»
Σήμερα ο Αλέκος Τοπάλογλου, στο εργαστήρι του, έχει συλλέξει και
αποκαταστήσει μηχανικά μία μοτοσικλέτα BSA του ’40, τζιπ αμερικάνικα
προπολεμικά και κάθε χρόνο, την 28η Οκτωβρίου, ηγείται της παρέλασης με
τα ιστορικά οχήματα. Και κάνει ακόμη αυτό που τον κράτησε στη ζωή:
μαστορεύει.
πηγή:efsyn.grΣυντάκτης: