Σελίδες

Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Μιχάλης Κατσαρός: Αντισταθείτε




                                        Η  Διαθήκη μου 

Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χτίζει ένα μικρό σπιτάκι
και λέει: καλά είμαι εδώ.
Αντισταθείτε σ’ αυτόν που γύρισε πάλι στο σπίτι
και λέει: Δόξα σοι ο Θεός.
Αντισταθείτε
στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών
στον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί – εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση
στο φόρο
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε
σ’ αυτόν που χαιρετάει απ’ την εξέδρα ώρες
ατελείωτες τις παρελάσεις
σ’ αυτή την άγονη κυρία που μοιράζει
έντυπα αγίων λίβανον και σμύρναν
σε μένα ακόμα που σας ιστορώ.
Αντισταθείτε πάλι σ’ όλους αυτούς που λέγονται μεγάλοι
στον πρόεδρο του Εφετείου αντισταθείτε
στις μουσικές τα τούμπανα και τις παράτες
σ’ όλα τ’ ανώτερα συνέδρια που φλυαρούνε
πίνουν καφέδες σύνεδροι συμβουλατόροι
σ’ όλους που γράφουν λόγους για την εποχή
δίπλα στη χειμωνιάτικη θερμάστρα
στις κολακείες τις ευχές στις τόσες υποκλίσεις
από γραφιάδες και δειλούς για το σοφό αρχηγό τους.
Αντισταθείτε
στις υπηρεσίες των αλλοδαπών
και διαβατηρίων
στις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία
στα εργοστάσια πολεμικών υλών
σ’ αυτούς που λένε λυρισμό τα ωραία λόγια
στα θούρια
στα γλυκερά τραγούδια με τους θρήνους
στους θεατές
στον άνεμο
σ’ όλους τους αδιάφορους και τους σοφούς
στους άλλους που κάνουνε το φίλο σας
ως και σε μένα, σε μένα ακόμα που σας ιστορώ
αντισταθείτε.
Τότε μπορεί βέβαιοι να περάσουμε προς την
Ελευθερία.
Υστερόγραφο
Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
– καθώς διαβάστηκε –
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα και για σε
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες πονηρούς συμβολαιογράφους.
Αλλάξανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο
εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν –
τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα
ποιος είναι αυτός που πνίγει.
Και συ λοιπόν
στέκεσαι έτσι βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι
στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν.
Μιχάλης Κατσαρός


Ο Μιχάλης Κατσαρός (1919-1998) γεννήθηκε στην Κυπαρισσία. Σε νεαρή ηλικία πήρε μέρος σε αριστερές πολιτικές οργανώσεις και κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Το 1945 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έζησε για πολλά χρόνια σε δύσκολες συνθήκες, ασκώντας διάφορα βιοποριστικά επαγγέλματα, όπως ταμίας σε εμπορικό κατάστημα, δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο και υπάλληλος στη ραδιοφωνία. Συνεργάστηκε με τα περιοδικά "Θεμέλιο" (1947), "Ποιητική Τέχνη", "Τα Νέα Ελληνικά", "Αθηναϊκά Γράμματα" και "Στόχος" (1950) και το 1975 εξέδωσε το περιοδικό "Σύστημα", όπου δημοσίευε κυρίως δικά του κείμενα.
Η πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία σημειώθηκε το 1946, με τη δημοσίευση του ποιήματος "Το Μπαρμπερίνικο καράβι" στο περιοδικό "Ελεύθερα Γράμματα". Tον ίδιο χρόνο δημοσίευσε σε ελεύθερο στίχο το ποίημα "Βγενιώ" στο ίδιο περιοδικό. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο "Μεσολόγγι".