Σελίδες

Παρασκευή 13 Νοεμβρίου 2015

Ο ποιητής και επαναστάτης Γιάννης Ρίτσος.

Στις 11 Νοέμβρη, συμπληρώθηκαν 24 χρόνια από τον θάνατο του σπουδαίου Έλληνα ποιητή που ανήκει στην λεγόμενη «γενιά του τριάντα». Ο «Επιτάφιος», η «Ρωμιοσύνη» και η «Σονάτα υπό το Σεληνόφως» είναι τρία από τα πιο γνωστά του έργα. Το 1975 προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
«Σπούδασα ιστορία του παρελθόντος και του μέλλοντος στην σύγχρονη σχολή του αγώνα», έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος, του οποίου ο αγωνιστικός λόγος ήταν εναρμονισμένος με την ζωή του. Η ποίηση του ήταν πάντα στενότατα συναρτημένη με τα ιδεολογικά, κοινωνικά και ιστορικά δρώμενα εκείνης της εποχής.

Αφουγκραζόταν τον βηματισμό της ιστορίας. Οι στίχοι του είναι γεμάτοι από μνήμες και κόκκινα γαρύφαλλα. Το κύριο σώμα του έργου του συγκροτούν πάνω από 100 ποιητικές συλλογές, 9 πεζογραφήματα και 4 θεατρικά έργα.
Ο Γιάννης Ρίτσος γεννήθηκε στη Μονεμβασιά την πρωτομαγιά του 1909.  Ήταν το μικρότερο από τα τέσσερα παιδιά του μεγαλοκτηματία Ελευθέριου Ρίτσου και της Ελευθερίας Βουζουναρά. Το 1919 αποφοίτησε από το Σχολαρχείο της Μονεμβασιάς και το 1921 γράφτηκε στο Γυμνάσιο του Γυθείου.
Το 1934 άρχισε να αρθρογραφεί από τις στήλες του «Ριζοσπάστη» και εξέδωσε την πρώτη του συλλογή με τίτλο «Τρακτέρ» με το ψευδώνυμο Σοστίρ (αναγραμματισμό του επιθέτου του). Τον ίδιο χρόνο έγινε μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι τον θάνατό του. Το 1935 κυκλοφορεί την δεύτερη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Πυραμίδες» και προσλαμβάνεται ως επιμελητής κειμένων στις εκδόσεις «Γκοβόστη».
Η εικόνα που συγκλόνισε τον Ρίτσο
Στις 9 Μαΐου 1936 γίνονται στη Θεσσαλονίκη αιματηρές ταραχές, κατά την διάρκεια της μεγάλης καπνεργατικής απεργίας. Την επομένη ο Ρίτσος βλέπει στο «Ριζοσπάστη» τη φωτογραφία μιας μάνας να θρηνεί το νεκρό παιδί της και παίρνει αφορμή για να γράψει ένα από πιο δημοφιλή ποίηματά του, τον «Επιτάφιο», που εκδίδεται σε 10.000 αντίτυπα, αριθμός ρεκόρ για τα εκδοτικά δεδομένα της εποχής. Με τη δικτατορία Μεταξά (1936-1940) τα τελευταία 250 καίγονται στους στύλους του Ολυμπίου Διός μαζί με άλλα «ανατρεπτικά» βιβλία.
Απόσπασμα από τον Επιτάφιο:
«Μέρα Μαγιοῦ μοῦ μίσεψες, μέρα Μαγιοῦ σὲ χάνω,
ἄνοιξη, γιέ, ποὺ ἀγάπαγες κι ἀνέβαινες ἀπάνω»
«Πῶς θὰ γυρίσω μοναχή στὸ ἐμραδιακό καλύβι;
Ἔπεσε ἡ νύχτα στὴν αὐγή καὶ τὸ στρατί μοῦ κρύβει»
«Κανείς μὴ γγίξει ἀπάνω του, παιδί μου εἶναι δικό μου.
Σιωπή∙ σιωπή∙ κουράστηκε, κοιμᾶται τὸ μωρό μου.»
Το 1960 ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποίησε τον «Επιτάφιο» και σφραγισε τον πολιτισμό της πατρίδας μας. Ο γοητευμένος Ρίτσος, από τη δουλειά που είχε γίνει στον μελοποιημένο Επιτάφιο, θα πει κάποτε στον Θεοδωράκη:
«Ήταν τα πρώτα ποιήματα μου που είχαν μελοποιηθεί. Μου έκανε τρομερή εντύπωση, μα είναι δυνατόν η ποίηση να βρει μια πλήρη αντιστοιχία με την μουσική.
Μέχρι τίνος έλεγα ότι η κάθε τέχνη είναι αυτάρκης και δεν έχει ανάγκη από την βοήθεια της άλλης. Αλλά όταν έγραψες τον Επιτάφιο και αργότερα φυσικά την Ρωμιοσύνη που ήταν η μεγάλη δόξα σου, είπα πραγματικά ότι εδώ πέρα είναι ένας δρόμος για να πλησιάσει η ποίηση μέσο της μουσικής εκείνους τους ανθρώπους που δεν θα τους πλησίαζε ίσως ποτέ».
Ο Ρίτσος στην Κατοχή
Στη διάρκεια της Κατοχής ο Ρίτσος έζησε κατάκοιτος, παρόλα αυτά συμμετείχε στη δραστηριότητα του μορφωτικού τμήματος του ΕΑΜ και αρνήθηκε να δεχτεί χρήματα από έρανο όταν κινδύνεψε η ζωή του από τις κακουχίες το 1942. Μετά την ήττα του ΕΛΑΣ στα «Δεκεμβριανά» ακολούθησε τις δυνάμεις του στην σύμπτυξη. Περνά από την Λαμία, όπου συναντά τον Άρη Βελουχιώτη και φθάνει μέχρι την Κοζάνη, όπου ανεβάστηκε το θεατρικό του «Η Αθήνα στ’ άρματα». Το 1945 γράφει την «Ρωμιοσύνη», ένα ακόμη δημοφιλές ποίημά του, που τον μελοποίησε το 1966 ο Μίκης Θεοδωράκης.
Στην διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου (1948), στη Μακρόνησο (1949) και στον Άγιο Ευστράτιο (1950-1951). Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύτηκε την παιδίατρο, Φηλίτσα Γεωργιάδου από τη Σάμο, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Έρη (1955).
Η όψιμη πατρότητα του χαρίζει μεγάλη ευτυχία και γράφει για την Έρη με απέραντη αγάπη και τρυφερότητα το υπέροχο ποίημα «Πρωινό άστρο»:
«Κοριτσάκι μου,
θέλω νὰ σοῦ φέρω
τὰ φαναράκια τῶν κρίνων
νὰ σοῦ φέγγουν στὸν ὕπνο σου.
Κοιμήσου κοριτσάκι. 
Εἶναι μακρὺς ὁ δρόμος.
 Πρέπει νὰ μεγαλώσεις.
Εἶναι μακρὺς
μακρὺς
μακρὺς ὁ δρόμος.
Τὸ παιδί μου κοιμήθηκε 
κι ἐγὼ τραγουδάω...»
Το 1956 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως μέλος αντιπροσωπείας διανοουμένων και δημοσιογράφων και την ίδια χρονιά τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ποίησης για την «Σονάτα του Σεληνόφωτος». Όταν το διάβασε ο σπουδαίος γάλλος ποιητής και συγγραφέας Λουί Αραγκόν (1897-1982) αισθάνθηκε το βίαιο τράνταγμα μιάς μεγαλοφυίας» και αποφάνθηκε πως ο δημιουργός του είναι «ο μεγαλύτερος από τους ποιητές του καιρού μας που βρίσκονται στη ζωή».
Όταν ξέσπασε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, οι φίλοι του τον ειδοποίησαν να κρυφτεί, εκείνος όμως δεν έφυγε από το σπίτι του. Τον συνέλαβαν και τον έκλεισαν στον Ιππόδρομο του Φαλήρου. Στα τέλη Απριλίου μεταφέρθηκε στη Γυάρο και αργότερα στο Παρθένι της Λέρου. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
 Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα, όπου συνέχισε να γράφει με πυρετώδεις ρυθμούς. Το 1975 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και τιμήθηκε με το μεγάλο γαλλικό βραβείο ποίησης «Αλφρέ ντε Βινί». Τον επόμενο χρόνο τιμήθηκε με το βραβείο «Λένιν» στην Μόσχα (φωτογραφία).
Ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια, αναγορεύσεις του σε διάφορα ξένα πανεπιστήμια : Μπίρμιγχαμ (1978), Καρλ Μαρξ της Λειψίας (1984) και  Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1987). Το 1986 του απονεμήθηκε το βραβείο «Ποιητής διεθνούς ειρήνης» του ΟΗΕ. Ο Γιάννης Ρίτσος έφυγε από την ζωή στις 11 Νοεμβρίου 1990, αφήνοντας πίσω του 50 ανέκδοτες ποιητικές συλλογές. Ενταφιάστηκε τρεις μέρες αργότερα στη γενέτειρά του Μονεμβασιά.