Από τους Σάββα Ρομπόλη και Βασίλειο Μπέτση
Είναι πλέον κοινότοπο το
γεγονός ότι οι πολιτικές της εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόζονται από
το 2010 στην Ελλάδα έχουν, μεταξύ των άλλων, αποδιαρθρώσει το σύστημα
κοινωνικών ασφαλίσεων και γενικότερα έχουν μεταμορφώσει το κράτος
πρόνοιας σε κράτος φιλανθρωπίας.
Πράγματι,
σήμερα, το παρατεταμένο υψηλό επίπεδο της ανεργίας, η ύφεση, η γήρανση
του πληθυσμού, η παράταση του φαινομένου της εισφοροδιαφυγής και της
αδήλωτης εργασίας, η σταδιακή συρρίκνωση της κρατικής χρηματοδότησης
κ.λπ. έχουν δημιουργήσει σοβαρές συνθήκες δυσμενούς οικονομικής και
κοινωνικής κατάστασης στα ασφαλιστικά ταμεία, τους ασφαλισμένους και
τους συνταξιούχους (2010-2015 μείωση των συντάξεων κατά 45%).
Παράλληλα,
η δέσμευση της Ελλάδας, σύμφωνα με την πρόσφατη Συμφωνία (τρίτο
Μνημόνιο), είναι ότι το 2015 θα πρέπει να εξοικονομηθούν από το σύστημα
κοινωνικής ασφάλισης πόροι της τάξης του 0,25% του ΑΕΠ (450 εκατ. ευρώ)
και το 2016 να εξοικονομηθούν πόροι της τάξης του 1% του ΑΕΠ (1,8 δισ.
ευρώ).
Με άλλα λόγια,
εάν οι πόροι για το 2016 αναζητηθούν στο σύνολο των συνταξιούχων, τότε
οι συντάξεις (κύριες και επικουρικές) θα πρέπει να μειωθούν κατά 6,2%.
Εάν όμως αναζητηθούν στις συντάξεις που το επίπεδό τους είναι πάνω από
1.000 ευρώ τον μήνα, τότε οι συντάξεις (κύριες και επικουρικές) θα
πρέπει να μειωθούν κατά 11%.
Ομως,
εάν αυτοί οι πόροι (1,86 δισ. ευρώ) αναζητηθούν εκτός συστήματος
κοινωνικής ασφάλισης (ισοδύναμα), τότε το 2016 μπορεί να αποφευχθεί η
περαιτέρω μείωση των συντάξεων.
Με
αφετηρία αυτά τα δεδομένα, η πρόταση των δανειστών σε επίπεδο
χρηματοδότησης, παροχών και μακροχρόνιας βιωσιμότητας του ασφαλιστικού
συστήματος συνίσταται στην επίτευξη του στόχου μέχρι το 2060 του ύψους
των συνταξιοδοτικών δαπανών στο επίπεδο του 15,5% του ΑΕΠ (16,2% του ΑΕΠ
το 2015) με ποσοστό αναπλήρωσης κύριας και επικουρικής σύνταξης 56,4%
(48,6% κύριας και 7,8% επικουρικής) από 64,5% το 2015.
Το
προτεινόμενο από τους δανειστές ύψος των συνταξιοδοτικών δαπανών (15,5%
του ΑΕΠ) καθώς και το ποσοστό (56,4%) αναπλήρωσης κύριας και
επικουρικής σύνταξης, επιβλήθηκε στην Ελλάδα (πρώτο Μνημόνιο) σε ένα
περιβάλλον δημογραφικής γήρανσης (υπογεννητικότητα με ταυτόχρονη αύξηση
του προσδόκιμου ζωής) και υλοποιείται με τη συνεχή μείωση των συντάξεων.
Στην κατεύθυνση αυτή,
οι δανειστές προτείνουν παρεμβάσεις ασφαλιστικής πολιτικής αντίστοιχες
των βαλτικών χωρών ή της Χιλής (σύστημα νοητής κεφαλαιοποίησης με
ατομικές μερίδες) στη βάση σχετικών μελετών στις οποίες, λανθασμένα κατά
τη γνώμη μας, υιοθετούν ότι οι σημερινοί δυσμενείς δείκτες της
ελληνικής οικονομίας θα διατηρηθούν και στο απώτερο μέλλον.
Για
παράδειγμα, θεωρούν, λανθασμένα κατά τη γνώμη μας, ότι ο πληθυσμός της
χώρας μας θα μειωθεί σημαντικά την περίοδο 2015-2060 προσεγγίζοντας τα
8,5 εκατ. άτομα, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της μετανάστευσης
των νέων στο εξωτερικό.
Επιπλέον
θεωρούν, λανθασμένα κατά τη γνώμη μας, ότι κατά τη συγκεκριμένη
περίοδο, ο ετήσιος μέσος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ θα είναι 0,7% και η
ανεργία δεν θα μειωθεί κάτω από το επίπεδο του 15%.
Αξίζει
να σημειωθεί ότι στις λανθασμένες αυτές εκτιμήσεις των δανειστών εάν
λάβουμε υπόψη ότι κατά την περίοδο 2023-2028 (baby booming) ο ετήσιος
ρυθμός αύξησης των συνταξιοδοτικών δαπανών θα κυμαίνεται από 4% μέχρι
6%, τότε γίνεται φανερό ότι σταδιακά επέρχεται κατά αναπόφευκτο τρόπο,
κατά την περίοδο 2015-2030, η αποδιάρθρωση του κοινωνικο-ασφαλιστικού
συστήματος στη χώρα μας.
Αντίθετα,
για να αποφευχθεί η αποδιάρθρωση της κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα,
κατά την περίοδο 2015-2030 (ανατροπή του αναδιανεμητικού χαρακτήρα ο
οποίος διατηρείται σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες της Ευρωπαϊκής
Ενωσης), επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διατήρηση της ταυτότητας και του
χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης.
Επιπλέον,
στο πλαίσιο αυτό, η μακροχρόνια βιωσιμότητα του κοινωνικο-ασφαλιστικού
συστήματος (15,5% του ΑΕΠ, 2060, δαπάνες συντάξεων κατά την πρόταση των
δανειστών) μπορεί να εξασφαλιστεί με ποσοστό αναπλήρωσης στα σημερινά
επίπεδα (65% - 67%), επιτυγχάνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης της
οικονομίας σε ποσοστό 2,5%-3%, αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης,
διατήρηση του πληθυσμού της χώρας μας στα σημερινά επίπεδα και αύξηση
της παραγωγικότητας της εργασίας.
Αυτή η ερευνητική ματιά
στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης της χώρας μας από το 2015 μέχρι το
2030, αναδεικνύει ότι η οικονομικά βιώσιμη και κοινωνικά αποτελεσματική
προοπτική του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος βασίζεται στην
εξασφάλιση τεσσάρων καθοριστικών για το μέλλον του παραμέτρων: δηλαδή
την αύξηση του ΑΕΠ, την αύξηση της απασχόλησης, τη δημογραφική ανανέωση
του πληθυσμού και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, οι οποίες
ελλείπουν ανησυχητικά κατά τη σημερινή περίοδο.
Διαφορετικά,
όπως από το 2010 μέχρι σήμερα, θα είμαστε μάρτυρες διαδοχικών περικοπών
των συντάξεων, με ό,τι αυτό αρνητικά συνεπάγεται για την κοινωνική
συνοχή, τη μετανάστευση των νέων και τη φτωχοποίηση του πληθυσμού. Και
τότε γι’ αυτό που θα συμβεί θα αναρωτιόμαστε; Γιατί;
Πηγή: efsyn.gr
* Ο Σάββας Ρομπόλης είναι ομότιμος καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου και ο Βασίλειος Μπέτσης υποψήφιος διδάκτορας Παντείου Πανεπιστημίου.