Το τέλος της εργασίας όπως την ξέραμε σηματοδοτούν οι πολιτικές
λιτότητας και η ακραία οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα τα τελευταία
πέντε χρόνια.
Το αυτονόητο για κάθε σοβαρό κράτος, η πλήρης απασχόληση δηλαδή,
μας κουνάει μαντίλι και τη θέση της παίρνουν οι λεγόμενες ευέλικτες
μορφές που απαιτούν έναν υποχρεωτικά «εύπλαστο» εργαζόμενο ο οποίος
μπορεί να έχει μέλλον μόνο στην αγορά της μερικής και της εκ περιτροπής
απασχόλησης.
Τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ και
παρουσίασε στην Ετήσια Έκθεση 2015 – «Η ελληνική οικονομία και η
απασχόληση» είναι καταλυτικά των δομικών ανατροπών που επήλθαν μέσα σε
πέντε χρόνια στην αγορά εργασίας της χώρας, ανατροπές που ήρθαν για να
μείνουν.
Και το ερώτημα είναι εάν αυτές οι δομικές αλλαγές που οδηγούν στην
όλο και μεγαλύτερη και μονιμότερη φτωχοποίηση των εργαζομένων μπορούν να
πλασάρονται ως αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την τόνωση της αγοράς
εργασίας και την προσέλκυση επενδυτών.
Και ακόμα, εάν η επίκληση μεμονωμένων στοιχείων, προκειμένου να
υποστηριχθούν απόψεις περί σταδιακά σταθερής αύξησης των νέων θέσεων
εργασίας, είναι τελικά το τελευταίο ανέκδοτο που κυκλοφορεί στην αγορά,
αφού τα ποιοτικά χαρακτηριστικά αυτών των νέων θέσεων εργασίας
αποκαλύπτουν τη μετάλλαξη της αγοράς εργασίας.
Τα στοιχεία
Οι ερευνητές του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ βάσισαν την έρευνά
τους και στα επίσημα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, το
οποίο από την 1η/3/2013 καταγράφει συστηματικά και πλήρως τις ροές
απασχόλησης και τα χαρακτηριστικά τους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία αυτά:
- Το 2014 ο αριθμός των εργαζομένων ήταν μεγαλύτερος σε σχέση με το 2013 κατά 159.729 νέες θέσεις εργασίας, δηλαδή αύξηση κατά 11,65%.
- Ο αριθμός των νέων προσλήψεων το 2014 σε σχέση με το 2013 παρουσιάζει αύξηση 416.945, αύξηση 36,28%.
- Οι νέες προσλήψεις το 2014 συγκριτικά με το 2009 ήταν 621.001, δηλαδή εμφανίζουν αύξηση 65,70%.
Τα στοιχεία αυτά, όμως, μοιάζουν με αμυδρή ακτίνα φωτός μόνο
εάν τα αναγνώσει κάποιος μεμονωμένα. Γιατί τα ποιοτικά χαρακτηριστικά
τους αποκαλύπτουν ότι οι νέες θέσεις εργασίας στη συντριπτική τους
πλειονότητα μεταφράζονται σε χαρτζιλίκι για τον εργαζόμενο, και το μόνο
που εγγυώνται είναι τη συνέχιση της αβεβαιότητας.
Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην ετήσια έκθεση της ΓΣΕΕ:
- Οι συμβάσεις πλήρους απασχόλησης την περίοδο 2009-2014 αυξήθηκαν κατά 3,79%!
- Οι συμβάσεις μερικής απασχόλησης κατά 259,06%!
- Οι συμβάσεις εκ περιτροπής εργασίας κατά 454,58%!
Τα στοιχεία αυτά μαρτυρούν, όσον αφορά την καταγεγραμμένη
αύξηση των ατομικών συμβάσεων εργασίας, ότι το 95,4% αφορά προσλήψεις με
ευέλικτες μορφές εργασίας.
Οι ερευνητές της ΓΣΕΕ, για να βγάλουν ασφαλή συμπεράσματα για το
πραγματικά καθαρό θετικό αποτέλεσμα όσον αφορά τις νέες συμβάσεις
εργασίας, υπολόγισαν παράλληλα τις «αποχωρήσεις» (λόγω καταγγελίας
συμβάσεων αορίστου χρόνου, λήξης συμβάσεων ορισμένου χρόνου και
οικειοθελών αποχωρήσεων), οι οποίες ανέρχονται αθροιστικά σε 1.467.017
περιπτώσεις, πράγμα που σημαίνει ότι το καθαρό θετικό ισοζύγιο των νέων
συμβάσεων εργασίας είναι μόλις 99.122!
Για να λέμε, λοιπόν, τα πράγματα με το όνομά τους, η γενική εικόνα
της αύξησης των προσλήψεων τη διετία 2013-2014 δεν συνοδεύεται
ουσιαστικά από αντίστοιχη αύξηση της απασχόλησης, μιας και το ποσοστό
ανεργίας σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ το 2014 ανήλθε σε 26,5%, το 2013 ήταν
27,5%, ενώ το 2009, 9,6%.
Ψίχουλα ο κατώτατος μισθός
Και αυτό γιατί, όπως επισημαίνουν οι ερευνητές της ΓΣΕΕ, «οι
ευέλικτες μορφές απασχόλησης αντιπροσωπεύουν μια ισχυρή αναλογία, η
οποία προσεγγίζει το 1/2 πλέον των νέων συμβάσεων που υπογράφονται
συνολικά. Έτσι, η ποσοστιαία συμμετοχή των ευέλικτων συμβάσεων εργασίας
(μερική απασχόληση και εκ περιτροπής εργασία) από 21% που ήταν το 2009
ανήλθε σε 50,5% το 2014, ποσοστό το οποίο δείχνει τη νέα κατάσταση που
διαμορφώνεται στην αγορά εργασίας».
Οι διαπιστώσεις της ΓΣΕΕ για τη δραματική αλλαγή των ποιοτικών
χαρακτηριστικών της αγοράς εργασίας παίρνουν μεγαλύτερες διαστάσεις εάν
συνδυαστούν με τα σοκαριστικά στοιχεία που αποτυπώνουν την πρωτοφανούς
εύρους ονομαστική μείωση του κατώτατου μισθού στη χώρα μας.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, η Ελλάδα είναι η μοναδική χώρα
της Ε.Ε. στην οποία επιβλήθηκε ονομαστική μείωση στον κατώτατο μισθό
κατά 22%, και κατά 32% για τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών.
Σε απόλυτα μεγέθη, ο κατώτατος μηνιαίος μισθός κυμαίνεται:
- Μεταξύ 1.379 και 1.923 ευρώ, σε μια πρώτη ομάδα χωρών, που αποτελείται από το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Ιρλανδία, τη Γερμανία (από το 2015), την Ολλανδία, το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο,·
- μεταξύ 589 και 791 ευρώ, σε μια δεύτερη ομάδα χωρών, που αποτελείται από την Πορτογαλία, την Ελλάδα, τη Μάλτα, την Ισπανία και τη Σλοβενία,
- μεταξύ 184 και 410 ευρώ στην τρίτη ομάδα χωρών (υπόλοιπα νέα κράτη-μέλη της Ε.Ε., χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης).
Ειδικότερα για την Ελλάδα, οι ερευνητές της ΓΣΕΕ επισημαίνουν
ότι ο κατώτατος μηνιαίος μισθός σε ευρώ το 2015 ανέρχεται πλέον στα 684
ευρώ σε 12μηνη βάση, από 863 ευρώ το 2010 και 877 ευρώ πριν από το
δεύτερο μνημόνιο.
Αυτό σημαίνει ότι είναι χαμηλότερος του αντίστοιχου μισθού στη
Σλοβενία (791 ευρώ), την Ισπανία (757 ευρώ) και τη Μάλτα (720 ευρώ), ενώ
έχει μειωθεί σημαντικά η απόσταση από τον κατώτατο μισθό της
Πορτογαλίας (589 ευρώ). Παράλληλα, αποκλίνει πλέον σημαντικά έναντι των
κατώτατων μισθών των πιο αναπτυγμένων χωρών-μελών της Ε.Ε., στις οποίες
υπάρχει θεσμοθετημένος κατώτατος μισθός που υπερβαίνει τα 1.400 ευρώ.