Πολλά ερωτήματα εγείρονται για
το περιεχόμενο της εργασίας στην εποχή του τρίτου μνημονίου. Ερωτήματα
σχετικά με τα περιθώρια που αφήνει η νέα συμφωνία με τους δανειστές, σε
συνάρτηση με τη δυναμική των συγκρούσεων που αναπτύσσονται σε ένα τόσο
κομβικό ζήτημα, στο οποίο επικεντρώθηκε ο νεοφιλελεύθερος οίστρος των
δύο πρώτων μνημονίων, οδηγώντας σε πλήρη απορρύθμιση την ελληνική αγορά
εργασίας παράλληλα με την εκτόξευση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα.
Οι απαντήσεις αναζητούνται στο κείμενο του νέου μνημονίου, στα όσα
προηγήθηκαν κατά τα δύο πρώτα μνημόνια και στη διάρκεια της προηγούμενης
7μηνης διακυβέρνησης. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνονται τα εξής:
1. Τα δύο πρώτα μνημόνια πέτυχαν με χειρουργική
ακρίβεια και με ταχύτατους ρυθμούς την πλήρη απορρύθμιση του θεσμικού
πλαισίου για την εργασία, ακολουθώντας τη σταδιακή και με χαμηλότερη
ένταση εργασιακή απορρύθμιση που συντελείται από τις αρχές της δεκαετίας
του ’90.
Υλοποίησαν τον ρητά διατυπωμένο στόχο της σύγκλισης των μισθών με
τους αντίστοιχους των γειτονικών βαλκανικών χωρών στην κατεύθυνση
δημιουργίας ειδικής οικονομικής ζώνης. Η συμπίεση των μισθών με την
αποδιάρθρωση του συστήματος των συλλογικών συμβάσεων, η διευκόλυνση των
απολύσεων, η ενθάρρυνση των ευέλικτων μορφών εργασίας και η
ελαστικοποίηση των ωραρίων συνιστούν τα βασικά εργαλεία της θεσμικής
υποβάθμισης που ενισχύθηκε από τα διογκούμενα φαινόμενα αδήλωτης και
ανασφάλιστης εργασίας. Ωστόσο, παρέμειναν σε εκκρεμότητα η απελευθέρωση
των ομαδικών απολύσεων και οι αλλαγές για τον συνδικαλισμό και την
απεργία.
2. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ επαγγελλόμενη την ανατροπή
των μνημονίων επεξεργάστηκε ένα αναλυτικό πρόγραμμα αποκατάστασης και
συνολικής αναβάθμισης του περιεχομένου της εργασίας. Προτεραιότητα
δόθηκε στην αποκατάσταση του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων, που
τα μνημόνια ουσιαστικά είχαν καταργήσει οδηγώντας το 80% των
μισθολογικών ρυθμίσεων στις ατομικές συμβάσεις.
Το νομοσχέδιο έτοιμο, από τις αρχές Απριλίου, δεν απέβλεπε απλά στην
κατάργηση των μνημονιακών μέτρων, αλλά και στη βελτίωση του προ
μνημονίων θεσμικού πλαισίου παράλληλα με τη σταδιακή επαναφορά του
κατώτατου μισθού.
Η πρωτοβουλία αυτή δημιούργησε υπόγειες κινητοποιήσεις οικονομικών
κύκλων που ενεργοποίησαν αντιδράσεις της τρόικας κατά τυχόν μονομερών
ενεργειών της ελληνικής κυβέρνησης. Η ατολμία της τελευταίας, ενόψει της
συμφωνίας με τους δανειστές, οδήγησε στη συνεχή αναβολή ενός
εγχειρήματος που θα αποτελούσε τη βάση των προγραμματισμένων θεσμικών
παρεμβάσεων στο πεδίο της εργασίας. Και τούτο παρά την επιμονή του
αρμόδιου υπουργείου για κατάθεση του νομοσχεδίου στη Βουλή ως πράξη
ουσιαστικής αποκατάστασης των συλλογικών συμβάσεων και συμβολισμού
έμπρακτης ευαισθησίας της Αριστεράς για την εργασία.
3. Η υπογραφή του τρίτου μνημονίου, συνδυασμένη με
όσα προηγήθηκαν, δημιουργεί σοβαρά ερωτήματα για το μέλλον των
εργασιακών σχέσεων λόγω του περιεχομένου των συμφωνηθέντων και των
ασαφειών που τα συνοδεύουν, όταν μάλιστα οι ασάφειες συνήθως ευνοούν την
ερμηνεία της ισχυρής πλευράς. Ειδικότερα προβλέπεται:
α) Σύμφωνη γνώμη των δανειστών για το πλαίσιο των νομοθετικών πρωτοβουλιών.
β) Κατάργηση των μονομερών νομοθετικών ρυθμίσεων της προηγούμενης 7μηνης διακυβέρνησης.
γ) Μη επιστροφή στις προ μνημονίων ρυθμίσεις ως ασύμβατες με τη βιώσιμη ανάπτυξη…..
δ) Επαναφορά της εκκρεμούσας συζήτησης για την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, τη συλλογική δράση και την αδήλωτη εργασία.
ε) Δέσμευση για μη μονομερή αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για τις συλλογικές συμβάσεις.
στ) Υποχρέωση νομοθέτησης των μέτρων με βάση τις «βέλτιστες» ευρωπαϊκές πρακτικές….
ζ) Συμβολή διεθνών οργανισμών στο περιεχόμενο των νομοθετούμενων μέτρων….
Τα παραπάνω μεταφράζονται σε ασφυκτικό έλεγχο από τους δανειστές των
κρίσιμων νομοθετικών παρεμβάσεων για την εργασία. Επιπλέον, οι
«βέλτιστες» ευρωπαϊκές πρακτικές παραπέμπουν στην εμπειρία των
προηγούμενων μνημονιακών μέτρων με την επίκληση των «καλών» διάσπαρτων
διεθνών παραδειγμάτων που αντλήθηκαν από τον ευρωπαϊκό χώρο, χάριν της
ανταγωνιστικότητας, για να επιβληθούν μέτρα εργασιακής απορρύθμισης.
Παρεμπιπτόντως, μόλις τον προηγούμενο μήνα, οι «φιλικές» κυβερνήσεις
της Γαλλίας και της Ιταλίας υιοθέτησαν πρόσθετα μέτρα εργασιακής
απορρύθμισης, ακολουθώντας την πεπατημένη της εκ των έσω αποδόμησης του
ευρωπαϊκού κεκτημένου των υψηλών εργασιακών δικαιωμάτων, στα οποία
παραπέμπει η αντίθετη ερμηνεία των «βέλτιστων» πρακτικών.
Τέλος, η συμβολή διεθνών οργανισμών στη διαπραγμάτευση, ιδίως αν
πρόκειται για τον ΟΟΣΑ και την Παγκόσμια Τράπεζα, ενισχύει τις πολιτικές
απορρύθμισης. Επίσης, η εμπλοκή της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, δεν
αποτελεί ασφαλή εγγύηση αποφυγής μέτρων απορρύθμισης στην εποχή της
νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης.
Αλλωστε, η ΔΟΕ, με Γερμανό υπεύθυνο σήμερα για τις ευρωπαϊκές
υποθέσεις, αρνήθηκε την οριστική καταδίκη της Ελλάδας για τις
παραβιάσεις των διεθνών συμβάσεων εργασίας στην περίοδο των μνημονίων
υπό την πίεση του ενισχυμένου πολιτικά διεθνούς λόμπι των εργοδοτών.
Ο δε θετικός πρόσφατος σχολιασμός της στο νομοσχέδιο για τις
συλλογικές συμβάσεις μετά από σχετικό αίτημα του υπουργείου εργασίας
προκειμένου να ενισχύσει πολιτικά το εγχείρημά του, εστάλη με μεγάλη
καθυστέρηση και μετά από την υπογραφή του τρίτου Μνημονίου.
Ετσι, λοιπόν, τα θετικά, και προφανώς αξιοποιήσιμα, σχόλια του
Οργανισμού ως προς τη συμβατότητα με τις διεθνείς συμβάσεις εργασίας και
τα παγκόσμια standards, ίσως πλέον δεν επαρκούν μπροστά στην
επικρατούσα νεοφιλελεύθερη ερμηνεία περί «βέλτιστων» ευρωπαϊκών
πρακτικών.
Σε αυτό, λοιπόν, το νέο μνημονιακό πλαίσιο, που δεν προσφέρεται για
αυταπάτες, ο κύριος στόχος περιορίζεται στη μη περαιτέρω επιδείνωση της
εργασίας αντί της κοινωνικά επιβεβλημένης συνολικής της ανάκαμψης.
*καθηγητής Εργασιακών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, πρ. ειδικό σύμβουλο του υπουργού Εργασίας (Ιανουάριος-Ιούλιος 2015)
πηγή:efsyn.gr