Σελίδες

Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Ένας στους τρεις Έλληνες σε κίνδυνο φτώχειας.

Ένας στους τρεις Έλληνες σε κίνδυνο φτώχειας-Αυξάνεται και το ποσοστό Ελλήνων που στερούνται βασικά αγαθά - Media Αυξάνεται το ποσοστό αυτών που στερούνται τα βασικά αγαθά.

Περισσότεροι από ένας στους τρεις Έλληνες ζουν σε συνθήκες κινδύνου ένδειας και κοινωνικού αποκλεισμού, σύμφωνα με έρευνα που αφορά στα εισοδήματα του 2014.

Σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισµό βρίσκεται το 35,7% του πληθυσμού της χώρας και αυτός ο κίνδυνος είναι υψηλότερος στην περίπτωση των ατόµων ηλικίας 18-64 ετών (39,4%). Σύμφωνα με την Έρευνα Εισοδήµατος και Συνθηκών ∆ιαβίωσης των Νοικοκυριών 2015 (εισοδήματα 2014), το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισµού παρουσιάζει μικρή μείωση σε σχέση με το 2014 (36%).
 
Ο πληθυσµός ηλικίας 18-64 ετών που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισµό εκτιµάται για τους Έλληνες σε 37,4% και για τους αλλοδαπούς που διαµένουν στην Ελλάδα σε 64,3%. Το κατώφλι της φτώχειας ανέρχεται στο ποσό των 4.512 ευρώ ετησίως ανά άτοµο και σε 9.475 ευρώ για νοικοκυριά µε δύο ενήλικες και δύο εξαρτώµενα παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών.
 
Ο κίνδυνος φτώχειας για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 26,6%, σηµειώνοντας αύξηση κατά 1,1 ποσοστιαία µονάδα σε σχέση µε το 2014, ενώ είναι υψηλότερος κατά 5,2 ποσοστιαίες µονάδες από το αντίστοιχο ποσοστό του συνολικού πληθυσµού. Ο πληθυσµός που διαβιεί σε νοικοκυριά που δεν εργάζεται κανένα µέλος ή εργάζεται λιγότερο από τρεις µήνες το έτος, ανέρχεται σε 1.111.300 άτοµα ή σε 18,7% του πληθυσµού ηλικίας 18-59 ετών, ενώ το 2014 ανερχόταν σε 1.165.800 άτοµα.
 
Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας πριν από όλες τις κοινωνικές µεταβιβάσεις (δηλαδή µη συµπεριλαµβανοµένων των κοινωνικών επιδοµάτων και των συντάξεων στο συνολικό διαθέσιµο εισόδηµα των νοικοκυριών) ανέρχεται σε 52,9%, ενώ όταν περιλαµβάνονται µόνο οι συντάξεις και όχι τα κοινωνικά επιδόµατα, µειώνεται στο 25,5%.
 
Ο κίνδυνος φτώχειας υπολογιζόµενος µε το κατώφλι φτώχειας σε µια σταθερή χρονική στιγµή- συγκεκριµένα τα έτη 2005 και 2008- αποτελεί ένδειξη για το εάν το επίπεδο διαβίωσης για τα χαµηλότερα εισοδήµατα παρουσιάζει βελτίωση µε το πέρασµα του χρόνου. Ο σκοπός αυτής της σύγκρισης είναι να καταγράψει πώς µεταβάλλεται ο κίνδυνος φτώχειας σε απόλυτους και όχι σε σχετικούς όρους, δηλαδή όταν το κατώφλι φτώχειας παραµένει διαχρονικά σταθερό σε όρους πραγµατικής αγοραστικής δύναµης.
 
Σε αυτήν την περίπτωση, το ποσοστό του πληθυσµού σε κίνδυνο φτώχειας για το 2015, υπολογιζόµενο µε το κατώφλι φτώχειας των ετών 2005 και 2008 (δηλαδή το ποσοστό των ατόµων που ζουν σε νοικοκυριά, των οποίων το συνολικό ισοδύναµο διαθέσιµο εισόδηµα κατά το 2015 είναι χαµηλότερο του 60% της διαµέσου του ισοδύναµου διαθέσιµου εισοδήµατος του 2005 και του 2008 αντίστοιχα εκφρασµένου σε τιµές του 2015 µε βάση τον πληθωρισμό), εκτιµάται σε 42,2% και 48%, αντίστοιχα. Συµπεραίνεται, λοιπόν, ότι το 42,2% του πληθυσµού του 2015 θα κατατασσόταν ως εκτεθειµένο στον κίνδυνο φτώχειας µε βάση τις συνθήκες του 2005, ενώ µε βάση τις συνθήκες του 2008 το αντίστοιχο ποσοστό θα ήταν 48%.
 
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ αυξάνεται, από το 2009 και μετά, η υλική στέρηση των νοικοκυριών (παρατηρείται, δηλαδή, αύξηση του πληθυσµού που, λόγω οικονοµικών δυσκολιών, στερείται τουλάχιστον τεσσάρων βασικών αγαθών και υπηρεσιών).
 
Η συγκεκριμένη στέρηση μεταφράζεται σε δυσκολία ικανοποίησης έκτακτων οικονοµικών αναγκών, αδυναµία κάλυψης εξόδων για διακοπές µίας εβδοµάδας τον χρόνο, αδυναµία διατροφής που να περιλαµβάνει κάθε δεύτερη ηµέρα κοτόπουλο, κρέας ή ψάρι, αδυναµία πληρωµής για ικανοποιητική θέρµανση της κατοικίας, έλλειψη βασικών αγαθών, όπως πλυντήριο ρούχων, έγχρωµη τηλεόραση, τηλέφωνο ή αυτοκίνητο, αδυναµία αποπληρωµής δανείων ή αγορών µε δόσεις, δυσκολίες στην πληρωµή πάγιων λογαριασµών.
 
Η στέρηση βασικών αγαθών και υπηρεσιών δεν αφορά µόνο στον φτωχό πληθυσµό, αλλά και µέρος του µη φτωχού πληθυσµού. Μάλιστα, το 44,5% των µη φτωχών δηλώνει οικονοµική δυσκολία να αντιµετωπίσει έκτακτες, αλλά αναγκαίες δαπάνες, ύψους περίπου 410 ευρώ (έναντι 87,2% των φτωχών νοικοκυριών).
 
Από την έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, το 2015, για τις συνθήκες διαβίωσης του πληθυσµού (εισοδήματα 2014) προκύπτει, μεταξύ άλλων ότι το ποσοστό του πληθυσµού που αντιµετωπίζει οικονοµικές δυσκολίες µε αποτέλεσµα να στερείται τουλάχιστον τέσσερις από τις συνολικά εννέα διαστάσεις της υλικής στέρησης, ανέρχεται σε 22,2% το 2015, ενώ αυτό το ποσοστό ήταν 21,5% το 2014, 20,3% το 2013 και 19,5% το 2012.
 
Η αύξηση του ποσοστού το 2015, σε σχέση µε το 2014, είναι µεγαλύτερη στην περίπτωση των παιδιών ηλικίας έως και 17 ετών (1,9 ποσοστιαίες µονάδες) συγκριτικά µε τις υπόλοιπες ηλικιακές οµάδες. Στα άτοµα ηλικίας 18 έως 64 ετών, το ποσοστό των ατόµων που στερούνται βασικών αγαθών και υπηρεσιών το 2015 ανέρχεται σε 23,5%.
 
Το ελάχιστο µέσο καθαρό µηνιαίο εισόδηµα για την αντιµετώπιση των αναγκών των νοικοκυριών της χώρας ανέρχεται, κατά δήλωσή τους, σε 1.889 ευρώ. Τα φτωχά νοικοκυριά χρειάζονται 1.600 ευρώ, ενώ τα µη φτωχά νοικοκυριά 1.963 ευρώ.
 
Τα νοικοκυριά που αντιµετωπίζουν ελλείψεις βασικών ανέσεων στην κύρια κατοικία κατατάσσονται, κατά καθεστώς ιδιοκτησίας, ως εξής:
 
- Ποσοστό 4,9% των νοικοκυριών µε ιδιόκτητη κατοικία µε οικονοµικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.).
- Ποσοστό 6,2% των νοικοκυριών µε ιδιόκτητη κατοικία χωρίς οικονοµικές υποχρεώσεις (δάνειο, υποθήκη, κ.λπ.).
- Ποσοστό 8,8% σε ενοικιασµένη κατοικία.
- Ποσοστό 8,9% σε παραχωρηµένη δωρεάν κατοικία.
Το ποσοστό του πληθυσµού που διαβιεί σε κατοικία µε στενότητα χώρου ανέρχεται σε 28,1% για το σύνολο του πληθυσµού, σε 24,3% για τον µη φτωχό πληθυσµό και σε 42% για τον φτωχό πληθυσµό.
 
Το 47,5% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει ότι στερείται διατροφής που περιλαµβάνει κάθε δεύτερη ηµέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των µη φτωχών νοικοκυριών εκτιµάται σε 1,8%.
 
Το ποσοστό των νοικοκυριών που δηλώνουν οικονοµική αδυναµία να έχουν ικανοποιητική θέρµανση τον χειµώνα ανέρχεται σε 29,2%, ενώ είναι 50,8% για τα φτωχά νοικοκυριά και 23,7% για τα µη φτωχά νοικοκυριά. Το 52,4% των νοικοκυριών που έχουν λάβει καταναλωτικό δάνειο για αγορά αγαθών και υπηρεσιών δηλώνει ότι δυσκολεύεται πάρα πολύ στην αποπληρωµή αυτού ή των δόσεων. Το 60,9% των φτωχών νοικοκυριών δηλώνει δυσκολία στην έγκαιρη πληρωµή πάγιων λογαριασµών, όπως αυτών του ηλεκτρικού ρεύµατος, του νερού, του φυσικού αερίου, κ.λπ.
 
Το 21,3% των φτωχών νοικοκυριών, το 7,8% των µη φτωχών νοικοκυριών και το 10,6% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν τουλάχιστον ένα ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο, ενώ το 17,9% των φτωχών νοικοκυριών, το 6% των µη φτωχών και το 8,4% του συνόλου των νοικοκυριών δεν διαθέτουν προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή, αν και τον χρειάζονται, λόγω οικονοµικής αδυναµίας.
πηγή: topontiki.gr