Σελίδες

Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

Γενική απεργία με… διάρκεια

ΚΟΛΟΜΒΙΑ: Βλέποντας τη ζωή τους να καταστρέφεται από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της δεξιάς κυβέρνησης, αγρότες και εργαζόμενοι έχουν παραλύσει τη χώρα επί 10 μέρες ήδη. 
Της Βίκυς Καπετανοπούλου
Την αρχή έκαναν φτωχοί μικροκαλλιεργητές καφέ και εργάτες ορυχείων. Από την περασμένη εβδομάδα, όμως, χιλιάδες παραγωγοί πατάτας και καλαμποκιού, κτηνοτρόφοι και οδηγοί φορτηγών μπήκαν στον χορό των πανεθνικών κινητοποιήσεων κατά της νεοφιλελεύθερης (αγροτικής και όχι μόνο) πολιτικής της δεξιάς κυβέρνησης, που πλήττει βάναυσα τις ζωές και τα εισοδήματά τους.


Η γενική απεργία, που αντέχει ήδη δέκα μέρες, έχει λίγο – πολύ παραλύσει τη χώρα, προκαλώντας σοβαρά προβλήματα τροφοδοσίας σε καύσιμα και είδη πρώτης ανάγκης. Παρά τη δικαιολογημένη δυσαρέσκεια από τις ελλείψεις, ο σκοπός αποδείχτηκε πιο «ιερός» κι έτσι στον απεργιακό αγώνα εισήλθαν δυναμικά φοιτητές, δάσκαλοι και γιατροί, τόσο στην περιφέρεια όσο και στα μεγάλα αστικά κέντρα, διαμαρτυρόμενοι -συχνά χτυπώντας κατσαρόλες- για το επικείμενο κύμα ιδιωτικοποιήσεων στη δημόσια παιδεία και την υγεία, που οδηγεί σε κοινωνική και οικονομική ασφυξία μεγάλη μερίδα του πληθυσμού. Η κυβέρνηση, λένε, νοιάζεται πιο πολύ για τα συμφέροντα πολυεθνικών κολοσσών αντί για την ευημερία των πολιτών.

Παρά τη γενικευμένη λαϊκή οργή, ο πρόεδρος της χώρας -αδιάλλακτος μέχρι χθες- διακήρυττε ανερυθρίαστα ότι «η απεργία δεν υπάρχει»! Το μόνο σημάδι αναγνώρισης ήταν η αποστολή περίπου 20 χιλιάδων ανδρών της στρατοχωροφυλακής στις εξεγερθείσες περιοχές για να καταπνίξουν τις μαζικές κινητοποιήσεις.

Κρατική βία

Και το έπραξαν, κάνοντας χρήση πραγματικών πυρών, ρίχνοντας δακρυγόνα ακόμα και μέσα σε σπίτια, τραυματίζοντας και συλλαμβάνοντας δεκάδες, διαλύοντας τα πολλαπλά οδοφράγματα σε εθνικούς και επαρχιακούς δρόμους. Παραδόξως, η… κλασική πια στη χώρα μας μέθοδος της επιστράτευσης των απεργών, με τις γνωστές συνοπτικές και άκρως «δημοκρατικές» διαδικασίες, εκεί δεν εφαρμόστηκε. Το κίνημα της λαϊκής βάσης υπονομεύεται εντέχνως με διασπορά φημών ότι στις τάξεις των διαδηλωτών έχουν διεισδύσει αριστεροί αντάρτες, που κινούν τα νήματα και τους προμηθεύουν με εκρηκτικά για να επιτίθενται οργανωμένα στις δυνάμεις ασφαλείας.

Οσο μακριά μας κι αν συμβαίνουν όλ’ αυτά, τόσο πιο κοντά μας τα νιώθουμε, τόσο πιο γνώριμα τα ακούμε. Δεν εκτυλίσσονται στην ευρωπαϊκή μας γειτονιά, αλλά στη μακρινή Κολομβία, που δεκαετίες τώρα παλεύει να τηρήσει επώδυνες ισορροπίες ενώ συνυπάρχουν ένας αιματηρός ακήρυχτος εμφύλιος ανάμεσα στο αντάρτικο της FARC, τον στρατό και τα καρτέλ ναρκωτικών, η διακυβέρνηση από πολιτικές ηγεσίες που παραδοσιακά στηρίζονται στις πλάτες και την «αιμοδοσία» των ΗΠΑ, οι αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες και το άπιαστο όνειρο μιας υγιούς οικονομικής ανάπτυξης, βασισμένης σε εγχώρια και όχι ξένα μέσα παραγωγής.

Με τις προεδρικές εκλογές το 2014 να πλησιάζουν πια επικίνδυνα και τα ποσοστά δημοτικότητάς του σε ελεύθερη πτώση, ο δεξιός πρόεδρος Χουάν Μανουέλ Σάντος, που μέχρι προχθές αρνούνταν πεισματικά να συναντηθεί με τους απεργούς όσο συνεχίζουν τον αγώνα τους, έκανε τελικά την καρδιά του πέτρα, άλλαξε τροπάρι κι αποφάσισε να καθίσει στο τραπέζι του διαλόγου, αρχικά με τους αγρότες συνδικαλιστές, που ζητούν την παροχή επιδοτήσεων για τα προϊόντα τους και μειώσεις στις τιμές των καυσίμων. Κόμματα απ’ όλο το πολιτικό φάσμα στηρίζουν ανοιχτά την απεργία.

Το έτερο μεγάλο στοίχημα για τον Σάντος -που ίσως τελικά κρίνει το εκλογικό αποτέλεσμα- είναι οι δύσκολες, εννεάμηνες πλέον ειρηνευτικές συνομιλίες στην Κούβα με αντιπροσωπεία της FARC. Με εξαίρεση την αόριστη συμφωνία στα χαρτιά για αναδιανομή γης στο πλαίσιο της αγροτικής μεταρρύθμισης, κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα δεν έχει ακόμη προκύψει.

Οι διαπραγματεύσεις διαρκώς διακόπτονται και ξαναρχίζουν, ενώ αγκάθι παραμένει η ενσωμάτωση της αριστερής οργάνωσης στο πολιτικό σκηνικό. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά των ανταρτών συνεχίζονται ακατάπαυστα, την ώρα που οι εκπρόσωποί τους μελετούν συγκεκριμένη κυβερνητική πρόταση για σχέδιο ειρήνευσης, την οποία η κυβέρνηση Σάντος επιθυμεί να θέσει σε δημοψήφισμα μέχρι το τέλος του χρόνου.