Σελίδες

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Οι άποροι της διπλανής πόρτας


Σε μια περίοδο που το κοινωνικό κράτος συρρικνώνεται, τα εργασιακά δικαιώματα καταστρατηγούνται και η ανεργία έχει εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη το «Εθνος της Κυριακής» επιχειρεί να αναδείξει μερικές από τις σκοτεινότερες πλευρές της συγκυρίας. Συμπολίτες μας ως «παράπλευρες απώλειες» της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής των τελευταίων ετών, εξωθούνται στα δύσβατα μονοπάτια της ανέχειας. Ο αριθμός των ανθρώπων που ψάχνουν συστηματικά στα σκουπίδια για να επιβιώσουν πολλαπλασιάζεται καθημερινά και το φαινόμενο αποκτά τον χαρακτήρα εγχώριας ανθρωπιστικής κρίσης.

Τις ιστορίες κάποιων από αυτούς φωτίζει το ρεπορτάζ:

Γεμίζει τις σακούλες με τα «ρετάλια» της λαϊκής αγοράς

Μεσήλικη και καλοντυμένη, γεμίζει και αυτή τις σακούλες της με τα «ρετάλια» της λαϊκής αγοράς.
«Προσπαθούμε να τα φέρουμε βόλτα με τα ελάχιστα μεροκάματα του συζύγου μου. Οι ημέρες που δεν υπάρχει τίποτα για φαγητό στο τραπέζι αυξάνονται.
Οι κόρες μας είναι άνεργες εδώ και χρόνια. Ευτυχώς, όλο και κάτι βρίσκω στο τέλος της λαϊκής. Δυσκολεύομαι να χωνέψω την κατάντια μας. Τσιμπιέμαι και αναρωτιέμαι εάν όλα αυτά συμβαίνουν στην πραγματικότητα. Η κατάστασή μας είναι δυστυχώς απολύτως πραγματική».
«Κάτι πρέπει να γίνει επιτέλους, να αρχίσει να βρίσκει ο κόσμος δουλειά, να επιστρέψει το χαμόγελο και η αισιοδοξία. Έχουμε περάσει όλα τα όρια. Αυτοί που μπορούν, όσοι έχουν ακόμα τη δυνατότητα, ας βοηθήσουν αυτούς που έχουν ανάγκη. Θυμάμαι την παλιά παροιμία που έλεγε η μάνα μου. ''Ο χορτάτος τον πεινασμένο δεν τον πιστεύει''. Οι πεινασμένοι είμαστε πια παντού. Όσο νωρίτερα το καταλάβουμε, τόσο το καλύτερο».

Η σύνταξη δεν φτάνει ούτε για τα φάρμακα... Είμαι χαμένος

Ο 70χρονος κύριος που σέρνεται ανάμεσα στους πάγκους μοιάζει με ξωτικό. Οι κινήσεις του είναι οριακά αργές, στο όριο της ανθρώπινης κινητικότητας.
Με χέρια που τρέμουν, προσπαθεί να παραχώσει τα απομεινάρια των πάγκων που περιμαζεύει από τον δρόμο και τα πεταμένα τελάρα στην κίτρινη πλαστική σακούλα. Αργότερα μαθαίνουμε ότι πάσχει από τη νόσο του Πάρκινσον.
«Δεν θέλω να μιλήσω»
«Σας παρακαλώ πολύ, δεν θέλω να μιλήσω», λέει με φωνή που μόλις ακούγεται. Μαζεύει τα πάντα. Μικροσκοπικά κολοκυθάκια, ζουληγμένα ροδάκινα, μισάνοιχτες από τη ζέστη, υπερώριμες ντομάτες. Μετά από προσπάθειες, καταφέρνουμε να αποσπάσουμε λίγα λόγια. «Η κουτσουρεμένη σύνταξη δεν φτάνει ούτε για τα φάρμακα. Είμαι χαμένος», τονίζει με νόημα. Τον βλέπουμε να ξεμακραίνει, με τους 37 βαθμούς να επιβραδύνουν ακόμα περισσότερο τον ήδη βαρύ βηματισμό του.
Ρωτάμε γι' αυτόν στα γύρω καταστήματα.
«Πριν από μερικά χρόνια αναγκάστηκε να πουλήσει το δυαράκι του για να σώσει τον γιο του από τα χρέη που του φόρτωσε το μαγαζάκι του, πριν το καταπιεί κι αυτό η κρίση. Λένε ότι ο γιος του πήγε στη Γερμανία να βρει την τύχη του. Ο κ. Μάριος βρίσκεται στην κατάσταση που βλέπετε. Ήταν αδύνατον να φανταστούμε, πριν από μερικά χρόνια, ότι θα έφτανε ποτέ η κοινωνία μας σε αυτή την κατάσταση», εξηγεί ο υπάλληλος του ψιλικατζίδικου.

Μαγειρεύουμε εάν υπάρχει κάτι και έχει αέριο το πετρογκάζ

 Έπειτα από επαγγελματική διαδρομή 18 ετών ως χειριστής μηχανημάτων στα δομικά έργα ο, εδώ και τέσσερα χρόνια, άνεργος πατέρας τεσσάρων παιδιών αγωνίζεται να εξασφαλίσει τα στοιχειώδη.
«Εχω τρία κορίτσια, 12, 9 και 7 ετών. Η μικρή μας είναι μόλις επτά μηνών. Ζούμε έξι άτομα σ' ένα παράπηγμα 12 τετραγωνικών μέτρων. Τον χειμώνα δεν έχουμε θέρμανση. Μόλις μας έκοψαν και το ρεύμα. Τα χρέη μας πνίγουν. Μόνο στη ΔΕΗ, οι άνθρωποι της οποίας μας ανέχτηκαν επί μήνες, χρωστάμε 2.500 ευρώ. Οφείλουμε 400 ευρώ στην ΕΥΔΑΠ, 600 ευρώ στον φούρνο, 150 ευρώ στο φαρμακείο και περίπου 600 ευρώ στα ψιλικατζίδικα. Μας έκοψαν όλοι την πίστωση και έχουν δίκιο. Μαγειρεύουμε όποτε υπάρχει κάτι, όποτε έχει αέριο η φιάλη του πετρογκάζ κ.λπ. Τα παιδιά είναι στην ανάπτυξη αλλά δεν μπορώ να εξασφαλίσω την τροφή τους.
Οι περισσότεροι γείτονες στη φτωχογειτονιά μας βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Όσοι έχουν δουλειά, μαγειρεύουν κάτι παραπάνω για τους υπόλοιπους. Κανονικό γεύμα τρώμε δύο με τρεις φορές την εβδομάδα. Κατά τα άλλα, βολευόμαστε με κανένα αβγό, τίποτα ντομάτες, ό,τι βρεθεί».

Εάν αρρωστήσω, καλύτερα να πεθάνω, να ησυχάσω

«Μέχρι το 2006 δούλευα σταθερά στις οικοδομές. Τόσα χρόνια άνεργος, κατέληξα έτσι όπως με βλέπεις, στον δρόμο με το καρότσι», λέει ο 55χρονος άνδρας.
«Η γυναίκα μου δουλεύει συμβασιούχος στην κουζίνα μεγάλου νοσοκομείου με μισθό 400 ευρώ. Έχουμε δύο γιους 30 και 23 ετών και μία κόρη 31 ετών. Δεν είχαμε χρήματα να τα σπουδάσουμε. Κατέληξαν στο μεροκάματο αλλά τώρα είναι άνεργα. Πληρώνουμε 200 ευρώ ενοίκιο. Εάν δεν ήμουν οικοδόμος, το σπίτι θα είχε πέσει. Το συντηρώ και σε αντάλλαγμα, η ιδιοκτήτρια μας επιτρέπει να χρωστάμε μερικά ενοίκια. Ας είναι καλά η γυναίκα».

«Αρχίζω τον ποδαρόδρομο κατά τις 8. Περνάω από Νέο Κόσμο, Μπραχάμι, Παγκράτι, Μετς, Καισαριανή, Γουδί, Νοσοκομείο Παίδων και ύστερα κατεβαίνω προς το κέντρο και το σπίτι, όπου επιστρέφω αργά το απόγευμα. Ψάχνω για μέταλλα. Τα πουλάω κάτω στον Κολωνό, κοντά στα ΚΤΕΛ του Κηφισού. Μου δίνουν 3,80 το κιλό για τον χαλκό, 2 ευρώ για τον μπρούντζο και το αλουμίνιο και μόλις 20 λεπτά για τα απλά σίδερα. Μπορεί να γυρίζω όλη την ημέρα και να μη βρω τίποτα. Πού και πού, μαζεύω λίγα ευρώ. Βρίσκω όλο και λιγότερα πράγματα στα σκουπίδια. Ο κόσμος δεν πετάει τίποτα πια. Τα κρατάει όλα, μήπως και χρειαστούνε πουθενά, οπότε ποιος να πρωτομαζέψει κανένα παλιοσίδερο», εξηγεί ο απογοητευμένος, κάθιδρος ρακοσυλλέκτης που παραμένει ανασφάλιστος όπως υπερβολικά πολλοί συμπολίτες μας.
Λίγο πριν χωρίσουν οι δρόμοι μας, ψελλίζει: «Δεν έχω χρήματα ούτε για ακτινογραφία. Εάν αρρωστήσω δεν πρόκειται να πάω στο νοσοκομείο. Καλύτερα να πεθάνω, να ησυχάσω».
ΠΗΓΗ: ethnos.gr