Σελίδες

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2013

Ο «πιστός σκύλος» του Μεταξά

Μια σκοτεινή πολιτική προσωπικότητα βρίσκεται πίσω από τις σύγχρονες αναβιώσεις του ναζισμού στη χώρα μας. Είναι ο διαβόητος υπουργός Ασφάλειας του καθεστώτος Μεταξά Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, ο οποίος μεταλαμπάδευσε τις «αξίες» της 4ης Αυγούστου στους σημερινούς της επιγόνους. 





Δεν χάνουν ευκαιρία οι ποικίλες σύγχρονες πολιτικές επιβιώσεις του εθνικοσοσιαλισμού στη χώρα μας να εκδηλώσουν τον θαυμασμό και την πίστη τους στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου και στο πρόσωπο του Ιωάννη Μεταξά. Παρά το γεγονός ότι η δικτατορία του 1936 δεν διέθετε –όσο κι αν το επιχείρησε– όλα τα χαρακτηριστικά του χιτλερικού της προτύπου, οι σημερινοί απολογητές του ναζισμού δεν δυσκολεύονται να «συγχωρήσουν» το καθεστώς Μεταξά γι’ αυτές του τις ελλείψεις, επιχειρούν μάλιστα να το εξωραΐσουν, όπως αυτοί νομίζουν καλύτερα.

Πίσω από αυτή τη λατρεία που τρέφουν οι σύγχρονοι εθνικοσοσιαλιστές για τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου δεν κρύβεται μόνο η εναγώνια προσπάθειά τους να αποκτήσουν ρίζες στην ιστορική περίοδο που γέννησε τον μεσοπολεμικό φασισμό, αλλά και η προσωπική σχέση των ηγετών τους με έναν στενό συνεργάτη του Μεταξά, εκείνον που τους δίδαξε την απέχθεια στη δημοκρατία, την τέχνη της ίντριγκας και της συνωμοσίας και, κυρίως, το μίσος εναντίον της Αριστεράς.

Αναφερόμαστε στον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη (1893-1972), αυτόν που ο Σεφέρης αποκαλεί «πιστό σκύλο του Μεταξά» («Πολιτικό Ημερολόγιο», Α΄, σ. 95), τον άνθρωπο που έμεινε γνωστός για τα βασανιστήρια εις βάρος των πολιτικών αντιπάλων της δικτατορίας, για τη χρήση του ρετσινόλαδου και του πάγου, προκειμένου να αποσπάσει τις επιθυμητές «ομολογίες» και «μαρτυρίες», για την εφεύρεση της μεθόδου των «δηλώσεων μετανοίας» προκειμένου να υπονομεύσει τη συνοχή και την ηθική ηγεμονία της Αριστεράς και, τέλος, για τη δημιουργία ολόκληρου προβοκατόρικου μηχανισμού για την εξάρθρωση του ΚΚΕ.

Αντίθετα από όσα διαδίδει η προπαγάνδα των σύγχρονων απολογητών του καθεστώτος Μεταξά, και είναι έτοιμη να αποδεχτεί η αναθεωρητική σχολή ιστορικών και δημοσιογράφων, περί «ηρωικού “όχι”», περί «κοινωνικού καθεστώτος» κ.λπ., ο Μανιαδάκης δεν διαθέτει κανένα ηρωικό προφίλ. «Εμείς τον πόλεμο τον κάναμε για τα μάτια», φέρεται να λέει, σύμφωνα πάλι με τον Σεφέρη (στο ίδιο, σ. 51). Και από την Αίγυπτο, όπου κατέληξε η ελληνική κυβέρνηση μετά την εισβολή των γερμανικών κατοχικών δυνάμεων στην Ελλάδα, ο Μανιαδάκης ουσιαστικά εκδιώχτηκε για την Αργεντινή. Οσο για την επιστροφή του στην Ελλάδα, αυτή την αποφάσισε μόλις τον Αύγουστο του 1949, λίγες μέρες πριν από την οριστική λήξη του εμφυλίου πολέμου. Η εφημερίδα «Ελευθερία» περιγράφει στο φύλλο της 11.8.1949 τη σκηνή της επιστροφής του Μανιαδάκη με τον ειρωνικό τίτλο «Υπεδέχθησαν 121 άτομα τον Μανιαδάκην, και μερικαί λιμουζίναι».

Η είδηση έχει ως εξής: «Με το καταπλεύσαν χθες το απόγευμα εις τον Πειραιά εκ Μασσαλίας-Γενούης ατμόπλοιον “Κορινθία” αφίκετο, μετά πολυετή παραμονήν εις την Νότιον Αμερικήν, ο επί δικτατορίας υπουργός της Δημοσίας Ασφαλείας κ. Κωνστ. Μανιαδάκης. Εις τον προβλήτα του Τελωνείου είχον συγκεντρωθή από ενωρίς ευάριθμοι φίλοι του και πρώην συνεργάται του, μεταξύ των οποίων ο εν ενεργεία αστυνομικός διευθυντής κ. Νικ. Μπουραντάς, ο τέως διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών κ. Βαβούρης, ο τέως αρχηγός της Χωροφυλακής κ. Μιχαλόπουλος και ο τέως διευθυντής της Ειδικής Ασφάλειας κ. Αγγελέτος». Για τη δράση του Μπουραντά και τον ρόλο της Ειδικής Ασφάλειας επί κατοχής δεν είναι ανάγκη να επεκταθούμε. Σημειώνουμε μόνο το είδος των οπαδών του Μανιαδάκη τον Αύγουστο του 1949. «Εις τον κ. Μανιαδάκην, όστις απεβιβάσθη πρώτος, προσεφέρθη ανθοδέσμη», συνεχίζει η εφημερίδα. «Ο κ. Μανιαδάκης, αφού ενηγκαλίσθη την αδελφήν του, επροχώρησεν εις την αίθουσαν των αποσκευών υπό τας επευφημίας των φίλων του. Εις την πλατείαν του παλαιού Τελωνείου ανέμενον τον κ. Μανιαδάκην εκατόν είκοσι ένα άτομα, τα οποία προέβησαν εις θορυβώδεις εκδηλώσεις ευθύς ως ούτος ενεφανίσθη. Οι ζωηρότεροι εκ των φίλων του τον ανήρπασαν εις τας χείρας και αφού τον περιέφερον επ’ ολίγον εις την πλατείαν εζήτουν επιμόνως να τους ομιλήση. Ο κ. Μανιαδάκης περιωρίσθη απλώς να ζητωκραυγάση υπέρ της Ελλάδος, ακολούθως δε επέβη αυτοκινήτου και ανήλθεν εις Αθήνας ακολουθούμενος από εικοσάδα αυτοκινήτων επί των οποίων επέβαινον οι διοργανώσαντες την υποδοχήν φίλοι του».

Σε εκτενές πρωτοσέλιδο άρθρο της με τίτλο «Οι βρυκόλακες» η ίδια εφημερίδα σκιαγραφεί την προσωπικότητα του Μανιαδάκη, επιμένει στον αποφασιστικό ρόλο που είχε για τη διαμόρφωση της δικτατορίας («αυτός της έδωσε το πρακτικό περιεχόμενο κι αυτός την ήσκησε»), χαρακτηρίζει «απόδραση» τη φυγή του στην Αργεντινή, την ώρα που ο ελληνικός λαός έδινε τη μάχη της αντίστασης, και αμφισβητεί τον πυρήνα της πολιτικής του, δηλαδή την αποτελεσματικότητα των βασανιστηρίων και των «δηλώσεων μετανοίας» για την εξάρθρωση του «κομμουνιστικού κινδύνου».

Αυτή η «συλλογή αυτογράφων» κατά την εφημερίδα ήταν άχρηστη, εφόσον «απεδείχθη εμπράκτως ότι όχι μόνον κανείς από τους “κουμπάρους” του κ. Μανιαδάκη δεν εγκατέλειψε τον κομμουνισμόν, αλλά τουναντίον έγιναν δεκάκις φανατικότεροι διά να αποπλύνουν το όνειδος της ταπεινώσεως ενώπιον ενός καθεστώτος που δεν είχε καμίαν λαϊκήν δικαίωσι και που τόσον ωμοίαζε με τα καθεστώτα των δύο κατακτητών».

Αλλά το σοβαρότερο, το οποίο προσάπτει η εφημερίδα στον Μανιαδάκη, είναι η «άτιμος συμπεριφορά» της δικτατορίας απέναντι στη νεολαία: «Η δικτατορία έκανε το πρώτο παιδομάζωμα. Θέλουσα να μεταβάλη τους νέους εις βασιβουζούκους του καθεστώτος, προέβη εις βιαίαν επίταξιν αγοριών και κοριτσιών από ηλικίας 9 ετών και τα παρέδωσεν εις εκμαυλιστάς, κιναίδους, αρσενοκοίτας και πορνοβοσκούς, ο υπέρτατος αρχηγός των οποίων απεκαλύφθη –προς αποθέωσιν της ΕΟΝ– και κατεδικάσθη επανειλημμένως, ως ο ιθύνων νους διεθνούς σπείρας λαθρεμπόρων, εις την οποίαν μετείχεν ολόκληρον το επιτελείον της οργανώσεως».

Γιατί χαίρεται ο Πλεύρης;

Τι είναι, λοιπόν, αυτό που συγκινεί τους σημερινούς εθνικοσοσιαλιστές στην προσωπικότητα του Μανιαδάκη; Μα, πρώτα πρώτα το γεγονός ότι ήταν εκείνος ο πρώτος δάσκαλός τους. Δική του ήταν και η έμπνευση να δημιουργηθεί η οργάνωση που έφερε τον τίτλο «Κόμμα 4ης Αυγούστου». Αλλωστε, ο Μανιαδάκης προτού προσχωρήσει στην ΕΡΕ (1958) είχε από το 1956 ιδρύσει το δικό του Κόμμα των Αρχών του Ιωάννου Μεταξά. Στις αναμνήσεις του για την περίοδο που συγκρότησε τη νεοφασιστική αυτή οργάνωση, ο Κώστας Πλεύρης εξηγεί ότι εκείνος που τους εισήγαγε στην πολιτική ήταν ο Μανιαδάκης:

«Ωφελήθημεν τα μέγιστα από τας συζητήσεις με τον Μανιαδάκην, τον δαιμόνιον υπουργόν Ασφαλείας του Μεταξά. Τον επεσκεπτόμεθα στην οικίαν του, στην οδό Νοταρά τα απογεύματα και όλοι μαζί επηγαίναμε μετά στο Green Park στην οδό Μαυρομματαίων, όπου δίπλα στο τζάκι μας διηγείτο, μας διηγείτο κι εμείς εκρεμόμεθα από τα χείλη του. Εις εκείνο το ζαχαροπλαστείο η συντροφιά του Μανιαδάκη απετέλει σχολείο πολιτικής. Μετείχον ο Πιπινέλης, ο Αντωνέλλος, ο Σταθάς, ο Μπαλάσκας (Βίγλαρης), ο Κουτσούρης, ο Σπυρόπουλος, ο Κατσούλος, ο Μιχάλης ο Κλης και άλλαι προσωπικότηται της δημόσιας ζωής, που ανέλυαν τα πολιτικά γεγονότα ή ανεφέροντο στο παρελθόν κι εμείς εδιδασκόμεθα. Αληθώς υπήρξε Σχολή Μανιαδάκη, όπου εμάθαμε διά την πολιτικήν περισσότερα απ’ όσα εμάθαμε στην Πάντειο Σχολήν Πολιτικών Επιστημών (ΠΑΣΠΕ), όπως ελέγετο τότε το Πάντειον Πανεπιστήμιον» (Κωνσταντίνος Α. Πλεύρης, «Γεγονότα 1965-1977. Τα άγνωστα παρασκήνια», Ηλεκτρον, Αθήνα 2009, σ. 24-25).

Βέβαια ο Μανιαδάκης δεν ήταν μόνο δάσκαλος του φασισμού. Με τις διασυνδέσεις του στην ΕΡΕ και το βαθύ κράτος ήταν ο κατάλληλος και για τα ρουσφέτια της παρέας, όπως θυμάται πάλι ο Πλεύρης: «Ηθελα να επιλεγώ έφεδρος αξιωματικός και παρεκάλεσα τον Μανιαδάκη να με βοηθήσει, διότι η ΕΡΕ έκανε αξιωματικούς τους οπαδούς της» (στο ίδιο, σ. 26). Τελικά με τη βοήθεια του Μανιαδάκη και του πατέρα του ο Πλεύρης έγινε έφεδρος αξιωματικός χάρη σε κάποιον συνταγματάρχη, ο οποίος ονομαζόταν Στυλιανός Παττακός!

Η εφημερίδα του Πλεύρη («Τετάρτη Αυγούστου, εθνοκρατική εφημερίς») από τα πρώτα φύλλα της (κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 1965) εξυμνεί τον Μανιαδάκη, δημοσιεύει φωτογραφίες του και ολοσέλιδες βιογραφίες του. Και μετά τον θάνατό του, στο φύλλο του Μαρτίου 1972 δημοσιεύει τον «μνημειώδη λόγο» του Μανιαδάκη στην «Ουλή των Ελλήνων» (sic) στις 19.12.1958. Πρόκειται για ένα μακροσκελές αντικομμουνιστικό παραλήρημα, το οποίο ταίριαζε βέβαια στην εποχή εκείνη, με τις διώξεις κατά της Αριστεράς να συνεχίζονται. Η ομιλία του Μανιαδάκη τελείωνε με τις φράσεις που εκφράζουν με τον καλύτερο τρόπο τον ακατέργαστο ρατσισμό των φυλετιστών εθνικοφρόνων: «Ημείς πιστεύομεν εις την πατρίδα. Πιστεύομεν ότι οι άνθρωποι υπάρχουν μόνον ζωολογικώς. Ψυχικώς υπάρχουν Ελληνες, υπάρχουν Τούρκοι, Αλβανοί, Βούλγαροι, Ρώσοι, Αμερικανοί και Αγγλοι και ότι ο κάθε άνθρωπος δρα και σκέπτεται και αποδίδει διά του πρίσματος της εθνικότητός του. Η εθνικότης είναι φαινόμενον φυσιολογικόν. Ημείς εις αυτήν πιστεύομεν, αλλά σεις [σ.σ. απευθύνεται στους βουλευτές της ΕΔΑ] πιστεύετε άλλο πράγμα, ότι η πατρίς σας δεν είναι η Ελλάς, αλλά είναι η Ρωσία».

Από κοντά κι ο Μιχαλολιάκος

Νεότερος βέβαια από τον Πλεύρη, ο Μιχαλολιάκος μυήθηκε από εκείνον στις τεχνικές Μανιαδάκη. Κάθε λίγο και λιγάκι η εφημερίδα της Χρυσής Αυγής υμνεί τον «πρωτομάστορα της 4ης Αυγούστου», τον «άνθρωπο που διέλυσε το ΚΚΕ». Μετά από ένα μνημόσυνο στον τάφο του Μεταξά που οργάνωσε η Χρυσή Αυγή στις 28.10.1996, οι συγκεντρωμένοι κατευθύνθηκαν στον τάφο του Μανιαδάκη και ο Μιχαλολιάκος έβγαλε λόγο:

«Δεν είχα την τύχη και την τιμή να γνωρίσω τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη. Μονάχα μια φορά τον συνάντησα, κι αυτή μικρό παιδί, κρατώντας το χέρι του πατέρα μου και φυσικά δεν ήξερα το έργο, τον βίο και την πολιτεία του ανδρός. Ο Κωνσταντίνος Μανιαδάκης, τον οποίο αυτοί που λεηλατούν τις ψυχές των Ελλήνων, αυτοί που καθορίζουν τα πολιτικά και πνευματικά πράγματα της Ελλάδος, μισούν, υπήρξε ένας μεγάλος Ελληνας. Δεν θα σας κουράσω με πολλά λόγια! Ηταν αυτός, που σαν σιδερένιος υπουργός Ασφαλείας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου στην κυριολεξία εξαφάνισε το ΚΚΕ! Ηταν αυτός πάλι που πήρε την πρωτοβουλία για την ίδρυση του Κόμματος της 4ης Αυγούστου, που αποτέλεσε την κιβωτό για κάθε εθνικιστικό κίνημα που υπάρχει σήμερα. Είχαμε καθήκον και υποχρέωση να τιμήσουμε τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη και ας δώσουμε όρκο ότι κάθε χρονιά θα είμαστε εδώ και δεν θα τον ξεχνάμε».

Το ερώτημα είναι τι ακριβώς ήταν το περιεχόμενο των «μαθημάτων» του Κωνσταντίνου Μανιαδάκη στην ομάδα Πλεύρη και μέσω αυτής στην ομάδα Μιχαλολιάκου.

Η κληρονομιά του Μανιαδάκη

Κατ’ αρχάς ο Μανιαδάκης ταιριάζει με το σκληρό προφίλ του διώκτη των «εχθρών του έθνους», δηλαδή των αριστερών, αλλά μιμείται και τις πρακτικές του Μουσολίνι και του Χίτλερ. Το βασανιστήριο του ρετσινόλαδου το έχει αντιγράψει από τον πρώιμο μουσολινικό φασισμό, ενώ από τον Γκέμπελς εμπνεύστηκε τη δημόσια καύση των ανεπιθύμητων βιβλίων. Μόλις στις 16 Αυγούστου 1936 κάηκαν σε πλατείες εκατοντάδες βιβλία που θεωρήθηκαν «ανθελληνικού περιεχομένου» και είχαν κατασχεθεί από την Αστυνομία, όπως είχε συμβεί στη Γερμανία στις 10.5.1933. Ο Μανιαδάκης συνέχισε την «πνευματική κάθαρση» εκδίδοντας στις 5.11.1938 εγκύκλιο απαγόρευσης 445 βιβλίων.

Αλλά ο Μανιαδάκης διατηρούσε και προσωπικές επαφές με τον ηγετικό πυρήνα του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού. Ηταν εκείνος που εκ μέρους του καθεστώτος Μεταξά συνεργάστηκε στενά με τον Χίμλερ, τον αρχηγό τους γερμανικής Γκεστάπο, και αντήλλασσε μ’ αυτόν πληροφορίες σχετικά με τις τακτικές που εφάρμοζαν οι δύο ομοϊδεάτες στη διοίκηση των Σωμάτων Ασφαλείας. Τον Μάιο του 1937 ο Χίμλερ ζήτησε από τον Μανιαδάκη «να ενώσουν τις δυνάμεις τους εναντίον του κοινού τους εχθρού, του κομμουνισμού, και να μοιραστούν τις πολύτιμες εμπειρίες που είχαν αποκτήσει ως προς την τακτική καταστολής αυτού του κακού» (Πετράκη, σ. 391). Μ’ άλλα λόγια, μπορεί ο Μανιαδάκης να μην ταιριάζει με το πρότυπο ενός καταρτισμένου εθνικοσοσιαλιστή, αλλά επιχειρούσε φιλότιμα να ταυτιστεί με τις πρακτικές των κυβερνήσεων του Αξονα.

Στην ίδια κατεύθυνση βρισκόταν και η δημιουργία των Ταγμάτων Εργασίας, τα οποία οργανώθηκαν από τους πρώτους μήνες της δικτατορίας. Αυτά, γράφει ο Λιναρδάτος, «θα ήταν στην ουσία τάγματα αεργίας και τραμπουκισμού. Τα τάγματα αυτά φαινομενικά σκοπό είχαν “την εκτέλεσιν έργων κοινής ωφελείας”. Στην πραγματικότητα όμως υπάγονταν στο υφυπουργείο Ασφαλείας, ήταν υπό την επιρροή των Κοτζιά και Μανιαδάκη, που ήθελαν να τα χρησιμοποιήσουν σαν τάγματα κρούσης. Αποτελούσαν καθαρή απομίμηση των Ταγμάτων Εφόδου του Χίτλερ. Στην αρχή ο Μεταξάς τα υποστήριξε με ενθουσιασμό. «“Ιδίως τα τάγματα αυτά είναι η φρουρά μου”, έγραφε» (Λιναρδάτος, σ. 167-8).

Ισως εκείνο που κυρίως γοητεύει τους μαθητές του Μανιαδάκη είναι οι τεχνικές που ανέπτυξε κατά τη μεταπολεμική περίοδο, όταν προκαλούσε συνεχή επεισόδια εντός και εκτός Βουλής, με ακραίους χαρακτηρισμούς για τους πολιτικούς του αντιπάλους και μεθοδεύσεις που υπονόμευσαν την εύθραυστη δημοκρατία και άνοιξαν τον δρόμο στη δικτατορία. Είδαμε πιο πάνω τη μακρά ομιλία του στη Βουλή τον Δεκέμβριο του 1958, με στόχο την Αριστερά, η οποία είχε ενισχυθεί στις εκλογές και είχε ήδη τεθεί σε κίνηση ο μηχανισμός που θα έδινε σε τρία χρόνια τις εκλογές βίας και νοθείας και σε εννιά τη δικτατορία.

Οι επεισοδιακές παρεμβάσεις του Μανιαδάκη γίνονται από τότε μόνιμο στοιχείο της κυβερνητικής πολιτικής της ΕΡΕ. Ενα χρόνο αργότερα συναντάμε άλλο επεισόδιο: «Εκτροπή από τον κοινοβουλευτισμό προετοιμάζει η κυβέρνησις, καταγγέλλει η αντιπολίτευση μετά τα επεισόδια στη Βουλή. Σκηνοθετημένη η επίθεσις του κ. Μανιαδάκη κατά των 15 βουλευτών». (Πρωτοσέλιδος τίτλος στα «Νέα», 17.2.1960).

Από τότε ο Μανιαδάκης αναλαμβάνει την προστασία της ΕΚΟΦ και του παρακράτους. Και εμφανίζεται έξαλλος στη Βουλή να καταγγέλλει προκήρυξη της ΕΔΑ, στην οποία γραφόταν ότι «Η οργάνωση της Νεολαίας της ΕΔΑ πρέπει να έχει διαρκώς ανοιχτό το μέτωπο κατά του νεοφασισμού και των οργανώσεών του» (13.05.1961).

Μετά τη νίκη της Ενωσης Κέντρου και τον σχηματισμό κυβέρνησης Παπανδρέου, ο Μανιαδάκης θα πάρει επάνω του την προπαγάνδα για τον «ανθελληνισμό» της Κεντροαριστεράς. Με αφορμή ένα νομοσχέδιο για την Αστυνομία, θα καταγγείλει: «Φαίνεται ότι η μοίρα της παρατάξεώς σας είναι να τα βάζετε πάντοτε με τα Σώματα Ασφαλείας». Οι συσχετισμοί, όμως, είχαν τότε αλλάξει. Μέσα σε γέλια και χειροκροτήματα θα λάβει αμέσως απάντηση από κυβερνητικό βουλευτή: «Δεν εφαρμόσαμε εμείς ρετσινόλαδο». Ο Μανιαδάκης προσπάθησε να μειώσει τις εντυπώσεις: «Ηπιες εσύ;». Και στη συνέχεια: «Αυτό, ρε κορόιδο, ήταν ένα παραμύθι που το πιστέψατε και με το παραμύθι αυτό σας έβαλα σε τάξη».

Η συζήτηση σοβάρεψε όταν του πέταξαν στα μούτρα την απουσία του την κρίσιμη δεκαετία. «Πού ήσουνα εσύ στις δύσκολες ώρες της πατρίδος; Εφυγες από το Γενικό Στρατηγείο;». Το ερώτημα σκεπάστηκε από φωνές: «Το είχε σκάσει».

Και ο Μανιαδάκης: «Το νομοσχέδιον πάντως δεν μου αρέσει και θα το καταψηφίσω. Είναι νομοσχέδιον που θίγει τα Σώματα Ασφαλείας για ν’ ανέβουν οι Λαμπράκηδες» (21.12.1964).

Το αποκορύφωμα της προβοκατόρικης δράσης του Μανιαδάκη μέσα στη Βουλή σημειώθηκε τον Μάιο του 1965, την περίοδο που προετοιμαζόταν η ανατροπή του Γεωργίου Παπανδρέου. Ο Μανιαδάκης επιτέθηκε προσωπικά στον τότε πρωθυπουργό, επικρίνοντας τον τρόπο που είχε εφαρμόσει τον νεοψηφισμένο νόμο περί «πόθεν έσχες». Είχε βέβαια φροντίσει εξαρχής ο Μανιαδάκης να καταγγείλει τη θέσπιση του «πόθεν έσχες», με το επιχείρημα ότι είναι αντισυνταγματικό. «Πρέπει να καταργηθεί, γιατί θα παρασύρει πολλούς αθώους σε περιπέτειες». Η επίθεση αυτή καταγγέλθηκε από το σύνολο της Βουλής. Ακόμα και ο πρόεδρος της ΕΡΕ Παναγιώτης Κανελλόπουλος «άδειασε» τον βουλευτή του, ενώ ο πρόεδρος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού χαρακτήρισε «αποκαρδιωτικό και άκοσμο» το θέαμα της συνεδρίασης και κατέληξε με νόημα: «Ο υπουργός Ασφαλείας της 4ης Αυγούστου, ο καταλύσας κάθε νομιμότητα, ενεφανίσθη εδώ ως νομοφύλαξ, ως νομοδιδάσκαλος και ως τιμητής» (25.5.1965).

Στις 17.9.1966, την περίοδο της κρίσης των κυβερνήσεων αποστασίας, ο Κωνσταντίνος Γλίξμπουργκ κάλεσε και τον Μανιαδάκη στο παλάτι για να τον συμβουλευτεί. Η πρόταση του τεταρταυγουστιανού ήταν να εξαντληθεί πάση θυσία η τετραετία και να διεξαχθούν «δυναμικές εκλογές» στις αρχές του 1968. Μέχρι τότε να κυβερνήσει «μέτωπο εθνικοφρόνων». Επτά μήνες αργότερα εκδηλώθηκε το πραξικόπημα των συνταγματαρχών.

Σε όλη αυτή την περίοδο ο Μανιαδάκης φρόντιζε να δηλητηριάζει το πολιτικό κλίμα με υπονοούμενα και κατασκευασμένες ιστορίες. Πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα, η αμφισβήτηση της ηρωικής πράξης του Μανώλη Γλέζου και του Λάκη Σάντα, που κατέβασαν τη γερμανική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό από τον βράχο της Ακρόπολης το βράδυ της 30ής Μαΐου 1941. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1958 ο Μανώλης Γλέζος, διευθυντής τότε της «Αυγής», είχε συλληφθεί με την κατηγορία της κατασκοπίας. Ηταν ένας τρόπος κατατρομοκράτησης της Αριστεράς, που είχε κατορθώσει στις εκλογές της ίδιας χρονιάς να φτάσει το 24,5% και να γίνει αξιωματική αντιπολίτευση. Χρειαζόταν βέβαια να αμαυρωθεί το αγωνιστικό παρελθόν του Γλέζου. Τη δουλειά ανέλαβε ο Μανιαδάκης με μια εντελώς φανταστική ιστορία (23.12.1958). Τότε κανείς δεν έδωσε σημασία στην ύβρη. Τα τελευταία, όμως χρόνια, οι μαθητές του Μανιαδάκη επαναφέρουν την αθλιότητα. Από κοντά και τύποι σαν τον Βελόπουλο, που κυμαίνονται μεταξύ Σαμαρά και Καρατζαφέρη, χωρίς να ξεχνούν τον Πλεύρη και τον Μιχαλολιάκο.
ΠΗΓΗ:efsyn.gr