Κομμένη και ραμένη στα μέτρα των πολυεθνικών η επωαζόμενη
συμφωνία για μια γιγαντιαία κοινή αγορά Ηνωμένων Πολιτειών και
Ευρωπαϊκής Ένωσης…
Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου
«Ο πανικός εξαπλώνεται στους κόλπους της
Ευρωπαϊκής Επιτροπής, λες και κάποιο κουνάβι εισέβαλε στο κλουβί με τα
κουνέλια. Το σχέδιο για τη δημιουργία μιας μεγάλης κοινής αγοράς, που θα
ενσωματώνει τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ένα σχέδιο
που εξελισσόταν θαυμάσια, χωρίς κανείς να πάρει είδηση, ήρθε ξαφνικά στο
φως της ημέρας. Σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι λαοί διερωτώνται γιατί να
συμβαίνει κάτι τέτοιο. Γιατί κανείς δεν ζητάει τη γνώμη τους; Ποιους να
εξυπηρετεί, άραγε, αυτή η ιστορία»;
Με αυτά τα λόγια ξεκινούσε πρόσφατη ανάλυση του Τορτζ Μονμπάιοτ στη βρετανική εφημερίδα Guardian. Πέτρα
του σκανδάλου, η Διατλαντική Εμπορική Επενδυτική Σχέση (TTIP), την
οποία διαπραγματεύονται, υπό συνθήκες άκρας μυστικότητας, από τον
περασμένο Ιούλιο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η κυβέρνηση Ομπάμα. Η
μυστικότητα αφορά, ωστόσο, μόνο τους λαούς και τα κοινοβούλια των
ενδιαφερομένων χωρών και όχι τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, στα
μέτρα των οποίων είναι κομμένη και ραμμένη η «ιστορική» συμφωνία. Όπως
έγινε γνωστό από ρεπορτάζ έγκυρων εφημερίδων ένθεν κακείθεν του
Ατλαντικού, στις διαπραγματευτικές ομάδες της Αμερικής συμμετέχουν κάπου
600 εκπρόσωποι εταιρειών. Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο
Εταιρειών, η Κομισιόν διοργάνωσε για την επωαζόμενη συμφωνία οκτώ
συσκέψεις με οργανώσεις πολιτών και... 119 συσκέψεις με στελέχη και
«λομπίστες» μεγάλων επιχειρήσεων- στη δεύτερη περίπτωση, πίσω από
κλειστές πόρτες.
Δεν είναι δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς τη μυστικοπάθεια των αμερικανικών και ευρωπαϊκών ελίτ. Όποιος
έχει καεί με το χυλό, φυσάει και το γιαούρτι. Μεταξύ 1995 και 1997, οι
μεγάλες δυνάμεις εργάζονταν πυρετωδώς, και πάλι σε πλήρη μυστικότητα,
για τη διαμόρφωση μιας παρόμοιας συμφωνίας, εκείνη τη φορά υπό την
αιγίδα του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ).
Ωστόσο, η λεγόμενη «Πολυμερής Συμφωνία Επενδύσεων» (ΜΙΑ) απεβίωσε προτού
δει το φως της ημέρας. «Η ΜΙΑ είναι σαν τον Δράκουλα: πεθαίνει όταν
εκτίθεται στον ήλιο», είχε δηλώσει σαρκαστικά η προοδευτική
κοινωνιολόγος Σούζαν Τζορτζ.
Ευτυχώς για όλους μας- ή έστω για σχεδόν όλους. Το σχέδιο της εν λόγω συνθήκης- ένα «Μανιφέστο του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού»,
όπως το είχε χαρακτηρίσει η γαλλική επιθεώρηση Le Monde Diplomatique-
προέβλεπε μια τόσο ισοπεδωτική επιβολή του ελεύθερου εμπορίου, που έθετε
κυριολεκτικά στην παρανομία κάθε κοινωνικό, περιβαλλοντικό και
πολιτιστικό φραγμό, μαζί με κάθε έννοια εθνικής κυριαρχίας. Αν περνούσε η
ΜΙΑ, οποιαδήποτε πολυεθνική θα μπορούσε να σύρει σε διεθνή δικαστήρια
οποιαδήποτε εθνική κυβέρνηση, αξιώνοντας γενναίες αποζημιώσεις για κάθε
είδους μέτρα προτίμησης εθνικών (ή ευρωπαϊκών) προϊόντων και
επιχειρήσεων, ενίσχυσης της εργατικής νομοθεσίας υπέρ των μισθωτών,
προστασίας της δημόσιας υγείας και του περιβάλλοντος.
Με άλλα λόγια, η ΜΙΑ θα έβγαζε εκτός νόμου όχι μόνο τον Μαρξ, αλλά και αυτόν τον... Κέινς! Το
πιο εξοργιστικό σημείο του σχεδίου συνθήκης ήταν εκείνο που προέβλεπε
την αποζημίωση ξένων εταιρειών από κυβερνήσεις χωρών στις οποίες
σημειώνονται «κοινωνικές αναταραχές» και «συγκρούσεις»- δηλαδή, οι
κυβερνήσεις θα έπρεπε να αποζημιώνουν τις πολυεθνικές ακόμη και για τις
απώλειες κερδών λόγω απεργιών! Τελικά, οι οξύτατες αντιδράσεις της
ευρωπαϊκής κοινωνίας των πολιτών- σε συνδυασμό, είναι αλήθεια, με τις
ανησυχίες της Γαλλίας για την επαπειλούμενη ισοπέδωση της πολιτιστικής
και της αμυντικής της βιομηχανίας, αλλά και του ισχυρού αγροτικού της
τομέα- οδήγησαν τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Λιονέλ Ζοσπέν να
εγκαταλείψει τη συμφωνία, δίνοντάς της την χαριστική βολή, τον Οκτώβριο
του 1998.
Πέντε χρόνια αργότερα, η εκκολαπτόμενη συμφωνία μεταξύ Ηνωμένων
Πολιτειών και Ευρωπαϊκής Ένωσης αποτελεί, ουσιαστικά, νεκρανάσταση της
διαβόητης ΜΙΑ. Το μόνο ουσιαστικό στοιχείο που έχει αλλάξει
είναι η πολύ περισσότερο συστηματική, προπαγανδιστική εκστρατεία των
εμπνευστών της ώστε να πεισθεί η κοινή γνώμη για τα υποτιθέμενα ωφέλη
και να αποτραπούν απρόοπτα τύπου 1998. Στα τέλη Νοεμβρίου, το Ευρωπαϊκό
Παρατηρητήριο Εταιρειών αποκάλυψε εσωτερικό έγγραφο της Κομισιόν, το
οποίο έθετε τις βάσεις για μια «αποφασιστική, επικοινωνιακή επιχείρηση»
με στόχο «τον χειρισμό των επενδυτών, των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και
της κοινής γνώμης» αναφορικά με την αντιμετώπιση της νέας συμφωνίας,
ΤΤΙΡ.
Το κεντρικό μήνυμα των ελίτ είναι ότι, με την κατάργηση ή συρρίκνωση των
προστατευτικών φραγμών, η διατλαντική ζώνη ελευθέρου εμπορίου θα
δημιουργήσει 400.000 νέες θέσεις εργασίας μέχρι το 2015, θα ελαφρύνει,
λόγω μειωμένων τιμών, κάθε νοικοκυριό κατά 545 ευρώ το χρόνο κατά μέσον
όρο και θα αποφέρει ετήσια ωφέλη της τάξης των 160 δισ δολαρίων για την
Ευρωπαϊκή Ένωση και των 128 δισεκατομμυρίων για τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι
ισχυρισμοί αυτοι αμφισβητούνται ζωηρά, καθώς οι προστατευτικοί δασμοί
μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης είναι έτσι κι αλλοιώς πολύ χαμηλοί, με εξαίρεση
συγκεκριμένους τομείς οικονομικής δραστηριότητας και επιχειρήσεις
στρατηγικής σημασίας. Άλλωστε και ο Μπιλ Κλίντον είχε υποσχεθεί
στους Αμερικανούς ότι η συμφωνία ελευθέρου εμπορίου με το Μεξικό και τον
Καναδά, η γνωστή NAFTA, θα δημιουργούσε 200.000 θέσεις εργασίας, ενώ
στην πράξη κατέστρεψε 680.000.
Σε αντίθεση με τα φανταστικά οφέλη, το τίμημα από την επικύρωση και
την εφαρμογή της συμφωνίας θα είναι πολύ χειροπιαστό για τους λαούς τόσο
της Ευρώπης, όσο και της Αμερικής. Επιχειρήσεις και κλάδοι στρατηγικής σημασίας θα εκτεθούν στον ανελέητο ανταγωνισμό. Η
ελευθερία στη χρήση του Ίντερνετ θα υπονομευθεί από την εφαρμογή
Δρακόντειων ρυθμίσεων στο όνομα της «καταπολέμησης της πειρατείας», ενώ
για τον ίδιο λόγο θα γίνει πιο δύσκολη η προμήθεια φτηνών γενώσιμων για
την αντιμετώπιση του AIDS και άλλων ασθενειών. Οι Αμερικανοί θα
κατακλύσουν τις ευρωπαϊκές αγορές με «τροφές Φρανκενστάιν», καθώς θα
αρθούν οι περιορισμοί για την εισαγωγή γενετικά τροποποιημένων τροφίμων,
ενώ οι Ευρωπαίοι θα παρασύρουν τους Αμερικανούς στον δικό τους,
κατώτερο παρονομαστή, αναφορικά με τη ρύθμιση του τραπεζικού συστήματος,
δίνοντας νέα ώθηση στην κερδοσκοπία, που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην
κρίση του 2008.
Το κυριότερο, η TTIP διατηρεί τη βασική φιλοσοφία της ΜΙΑ, δίνοντας
τη δυνατότητα στις πολυεθνικές να σύρουν σε διεθνή δικαστήρια εθνικές
κυβερνήσεις για οτιδήποτε τους κατέβει- νόμους που αυξάνουν τα
ημερομίσθια, περιορίζουν το χρόνο εργασίας και ενισχύουν τις συλλογικές
συμβάσεις, ρήτρες προστασίας του περιβάλλοντος, υψηλά στάνταρντ
υγειονομικών ελέγχων, αποζημιώσεις για απεργίες και πάει λέγοντας. Μια
εταιρεία χρυσού η οποία- λέμε τώρα- επενδύει στη Χαλκιδική θα μπορεί να
προσαγάγει σε διεθνές δικαστήριο την αυριανή κυβέρνηση της Ελλάδας, αν
αυτή της απαγορεύσει να επεκτείνει τις δραστηριότητές της, ώστε
προστατεύσει το περιβάλλον και την υγεία των κατοίκων.
Η κυβέρνηση Σαμαρά επωμίζεται τεράστιες
ευθύνες καθώς η τελική διαπραγμάτευση και επικύρωση της επίμαχης
συνθήκης προβλέπεται να πραγματοποιηθεί στη διάρκεια της ελληνικής
προεδρίας. Το ελάχιστο που απαιτείται είναι η πλήρης
ενημέρωση της κοινής γνώμης και η εξονυχιστική συζήτηση του προβλήματος
στο ελληνικό κοινοβούλιο, που θα κληθεί να επικυρώσει τη συνθήκη.
Θεωρούμε αυτονόητο ότι η αντιπολίτευση θα κάνει το παν για να αναπτυχθεί
ένα πραγματικό κίνημα εναντίον της ολέθριας αυτής συνθήκης, η οποία
απειλεί να δέσει τα χέρια της οποιασδήποτε αυριανής κυβέρνησης για
προοδευτικές μεταρρυθμίσεις, καταδικάζοντάς την να ακολουθεί παθητικά
τον αυτόματο πιλότο των πολυεθνικών συμφερόντων.