Σαν σήμερα, στις 31 Μαρτίου του 1685, γεννήθηκε ο Johann Sebastian Bach.
Τα έργα του γνωστότερου συνθέτη της παγκόσμιας μουσικής ιστορίας έμελλε
να γίνουν συνώνυμα της πιο αριστουργηματικής μουσικής που «άκουσε» η
ανθρωπότητα. Με τον Bach κλείνει πανηγυρικά μια μεγαλειώδης εποχή στον
χώρο της μουσικής, το μπαρόκ.
Γεννημένος στην γερμανική πόλη Άιζεναχ το 1685, στην
προσωπική του ζωή δημιούργησε μια πολυμελής οικογένεια, για την οποία ο
ίδιος συνήθιζε να λέει πως μπορούσε «με αυτή να οργανώσει μια πλήρη
φωνητική και οργανική συναυλία». Το εισόδημά του ήταν πάντοτε μικρό. Το
κοινό του, στις διάφορες επαρχιακές θέσεις που κατείχε, ήταν έμποροι από
τη μεσαία αστική τάξη και δεν ενδιαφέρονταν ιδιαίτερα για τη λαμπρότητα
των καλλιτεχνικών προσόντων.
Καταγόταν από οικογένεια μουσικών, ο πατέρας του
–επαγγελματίας βιολιστής και μουσικός- τον δίδαξε βιολί και βιόλα, και
ήταν ευσεβής λουθηρανός όπως και ο ίδιος. Και οι δύο γονείς του πέθαναν
όταν ήταν ακόμη παιδί. Τότε, τον μικρό Bach ανέλαβε να μεγαλώσει ο
μεγαλύτερος αδελφός του, Johann Christoph, ο οποίος
του δίδαξε αρμονία καθώς και εκκλησιαστικό όργανο, τσέμπαλο και
κλαβίχορδο. Η πρόοδος του Sebastian ήταν καταιγιστική. Μόλις του έδινε ο
αδελφός του να παίξει ένα κομμάτι, εκείνος του ζητούσε κι άλλο, πιο
δύσκολο.
Μετά από 5 χρόνια σπουδών με τον αδελφό του, έγινε μαθητής σε μια
χορωδιακή σχολή του Λίνενμπουργκ. Το 1703 -καταρτισμένος πλέον ως
τραγουδιστής, οργανίστας και εκτελεστής εγχόρδων και με γνώσεις
αρμονίας- απασχολήθηκε ως βιολιστής σε μία αυλική ορχήστρα στη Βαϊμάρη,
σε ηλικία 18 ετών και λίγο αργότερα έγινε οργανίστας και διευθυντής
χορωδίας στο Άρνσταντ της Θουριγγίας. Όμως, όταν άρχισε να υιοθετεί ένα
πιο τολμηρό παίξιμο στο εκκλησιαστικό όργανο, τον κατηγόρησαν ότι χαρακτηριζόταν από «καινοφανείς παραλλαγές κι αλλόκοτους ήχους».
Εργάστηκε για ένα χρόνο στο Μιλχάουζεν όπου παντρεύτηκε την εξαδέλφη του, Μαρία Βαρβάρα
και μετακόμισε στη Βαϊμάρη για να υπηρετήσει στο μουσικό προσωπικό του
δούκα Wilhelm Ernst. Το 1714 διορίστηκε ως Konzermeister, θέση που
συνεπαγόταν την υποχρέωση να συνθέτει κάθε μήνα από μία καινούργια
καντάτα. Η καντάτα του Ιησού, Χαρά των Ανθρωπίνων Πόθων είναι ένα νεανικό του έργο από την εποχή που ζούσε στη Βαϊμάρη.
Επόμενος σταθμός στην καριέρα του ήταν η θέση του Kapellmeister στην οποία τον διόρισε ο πρίγκιπας Λεοπόλδος του Άνχαλτ-Κέτεν. Την περίοδο αυτή ο Bach συνέθεσε τις σουίτες και τις σονάτες για βιολί, βιόλα-ντα-γκάμπα και βιολοντσέλο, τις γαλλικές και αγγλικές σουίτες για τσέμπαλο, τα έξι Βραδεμβούργεια Κοντσέρτα του 1721 και τα πρώτα 24 από τα Σαρανταοκτώ Πρελούδια και Φούγκες, που γράφτηκαν για την εξάσκηση των γιων του στο τσέμπαλο.
Το 1723, όταν ο πρίγκιπας του παντρεύτηκε μια γυναίκα που δεν
νοιαζόταν ιδιαίτερα για τη μουσική, ο Bach μετακόμισε στη Λειψία, όπου
έγινε κάντορας, δηλαδή διευθυντής της εκκλησιαστικής μουσικής του
δημοτικού συμβουλίου. Τα δύο μεγάλα Πάθη του, το Κατά Ιωάννην και Κατά Ματθαίον, χρονολογούνται από εκείνη την εποχή, όπως και το Μαγκνίφικατ και το Ορατόριο των Χριστουγέννων.
Το τελευταίο χορικό στο Κατά Ματθαίον Πάθη, «Με δάκρυα θλίψης»,
μορφολογικά είναι ένας χορός, δηλαδή μια σαραμπάντα, που ψάλλεται σα
νανούρισμα στον κοιμώμενο Σωτήρα.
Οι εκκλησίες για τις οποίες εργαζόταν ήταν ο Άγιος Θωμάς και ο Άγιος
Νικόλαος και γι’ αυτές υποχρεωνόταν να γράφει πάνω από 50 καντάτες το
χρόνο. Από τις 300 που έγραψε διασώθηκαν περίπου οι 200.
Η Τέχνης της Φούγκας, ένα μνημειώδες έργο
που ξεκίνησε το 1749 και έμεινε ημιτελές με τον θάνατό του τον επόμενο
χρόνο, δεν υποδεικνύει τα όργανα που χρειάζονται για την εκτέλεσή της,
και γι’ αυτό θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η ποιότητα και η φύση
του ήχου ενδιέφερε τον Bach λιγότερο από ό, τι η σχέση των φωνών μέσα
στο πολυφωνικό πλέγμα.
Οι τελευταίες νότες από την Τέχνη της Φούγκας και η σημείωση του γιου του, Carl Philipp Emanuel Bach, «Πάνω στη φούγκα ετούτη, όπου απαντά σε αντίθεμα το όνομα Bach, απεβίωσε ο δημιουργός».
Η υγεία του Μπαχ ήταν σε γενικές γραμμές καλή, μέχρι την Άνοιξη
του 1749, όταν παρουσιάστηκε μία ραγδαία επιδείνωση στην όρασή του. Το
άμεσο επακόλουθο ήταν η δυσλειτουργία στη γραφή. Μετά από δύο
αποτυχημένες εγχειρίσεις, το 1750, η υγεία του επιδεινώθηκε δραματικά.
Ουσιαστικά, μετά τη δεύτερη εγχείρηση και μέχρι τα μέσα Ιουλίου ήταν
τυφλός. Δέκα ημέρες πριν τον θάνατό του, η υγεία των ματιών του
καλυτέρευσε κάπως και, ενώ οι ελπίδες για συνολική καλυτέρευση
αναπτερώθηκαν, λίγες ώρες μετά, υπέστη σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο με
αυξημένο πυρετό.
Στις 28 Ιουλίου 1750, ημέρα Τρίτη, παρουσία δύο από τους πλέον έμπειρους
γιατρούς της Λειψίας, λίγο μετά τις 8 και τέταρτο το βράδυ «γαλήνια και
ειρηνικά, αναχώρησε από αυτή τη ζωή», όπως αναφέρουν κατά λέξη τα
αρχεία της εποχής.
Το μέγεθος του Bach ήταν άγνωστο στους περισσότερους από τους συγχρόνους
του. Ωστόσο, αργότερα, η μουσική του στάθηκε μια αποκάλυψη τόσο για τον
Mozart όσο και για τον Beethoven. Πιο μετά, στο Βερολίνο του 1839, ο νεαρός Mendelssohn διηύθηνε τη μετά από έναν αιώνα πρώτη εκτέλεση των Κατά Ματθαίων Παθών. Ο μουσικός κόσμος από τότε θαύμασε τη μεγαλοφυΐα του Bach και άρχισε το μεγάλο έργο της συλλογής και έκδοσης των απάντων του.
Τώρα πια, φαίνεται ότι η μουσική του θα διαρκέσει όσο ο ανθρώπινος πολιτισμός. Όπως είχε δηλώσει ο Mendelssohn, «Δεν τελειώνουμε ποτέ με τον Bach». Σε κάθε καινούριο άκουσμα, τον θαυμάζουμε όλο και περισσότερο».
Πηγή: Headington Christopher, Ιστορία της Δυτικής Μουσικής- Από την Αρχαιότητα μέχρι τον Beethoven, εκδ. Gutenberg, Αθήνα 1997, σ. 168-176.