Σελίδες

Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Η κοινωνία χρειάζεται μια παύση πληρωμών

ΣΠΥΡΟΣ ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑΣΤο χρέος είναι «βιώσιμο» όταν μπορεί να πληρώνεται και αποτελεί κοινή πεποίθηση ότι μπορεί να πληρώνεται. Η συσχέτιση του χρέους με το ΑΕΠ δεν αποτελεί σαφές κριτήριο «βιωσιμότητας». Η Ισπανία βρέθηκε, προ της χρεοκοπίας το 2011, με δημόσιο χρέος κάτω του 40% επί του ΑΕΠ το 2008, ενώ το αξιόχρεο της Ιαπωνίας (με πάνω από 200% χρέος επί του ΑΕΠ) δεν αμφισβητήθηκε. Μπορεί να κριθεί πιο βάσιμα η «βιωσιμότητα» ενός χρέους, αν εξεταστεί τι πρέπει να πληρώνεται σε σχέση με τα διαθέσιμα χρήματα (τα οποία προέρχονται από έσοδα και δάνεια) κατ’ έτος.
Του Σπύρου Λαπατσιώρα*



Το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι «μη βιώσιμο». Τα χρεολύσια των επόμενων ετών δεν μπορούν, οικονομικά και πολιτικά, να καλυφθούν από τα δημόσια έσοδα. Πηγή πληρωμών θα είναι ο δανεισμός, είτε από διακρατικό θεσμό είτε από την αγορά χρήματος είτε από την ΕΚΤ. Η πρώτη επιλογή δεν είναι πολιτικά εφικτή (στην κλίμακα που απαιτείται) και η τρίτη θεσμικά. Προϋποθέσεις για τον δανεισμό από τις αγορές είναι ένας ορίζοντας «βιώσιμης» ανάκαμψης της οικονομίας και η σημαντική μείωση του «πολιτικού κινδύνου», οι οποίες δεν παρέχονται από την τρέχουσα οικονομική πολιτική. Αποτέλεσμα: η κοινή πεποίθηση ότι το χρέος «δεν θα μπορεί να πληρώνεται», χωρίς εξωτερικές εγγυήσεις πληρωμής. Το ύψος του χρέους επίσης συμβάλλει στον χαρακτηρισμό του ως μη «βιώσιμου», εφόσον με αρκετά αισιόδοξες υποθέσεις θα διατηρείται σε υψηλότατα επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η ακραία άποψη ότι το δημόσιο χρέος είναι «βιώσιμο» στηρίζεται στην, ιστορικής σημασίας, εξομάλυνση των πληρωμών σε βάθος 50 χρόνων. Ωστόσο, υποβαθμίζει ή αγνοεί α) το βάρος που επάγουν οι ευρωπαϊκοί στόχοι μείωσης του χρέους στο 60% του ΑΕΠ, β) ότι αυτές οι σχετικά μικρές πληρωμές αποστερούν πολύτιμους δυνητικούς ή υπαρκτούς πόρους από μια κοινωνία ανεργίας και συσσωρευμένων αποτελεσμάτων της κρίσης, γ) ότι ο διογκούμενος κοινωνικός ανταγωνισμός δημιουργεί «κινδύνους» αναγνωρίσιμους από τις αγορές. Οι τρέχοντες σχεδιασμοί διαχείρισης του χρέους, μορφές εσωτερικού δανεισμού και ελεγχόμενης πρόσβασης στις αγορές, αποτελούν, ταυτόχρονα, σχεδιασμούς οργάνωσης μιας συνεχώς οριακής και ασταθούς ισορροπίας και όξυνσης του κοινωνικού ανταγωνισμού σε οριακά επίπεδα.

Η πρόταση αποπληρωμής με ρήτρα ανάπτυξης δεν απαντά στο πρόβλημα του χρέους. Η μετατροπή των «πιστωτών» σε «μετόχους» στην ανάπτυξη, επομένως και στον «ορθό» σχεδιασμό της ανάπτυξης, αφήνει το πρόβλημα της κατανομής των χρηματοδοτικών υποχρεώσεων ανέγγιχτο– απλώς το ελαφρύνει. Επίσης, οι αναλύσεις μιας «Ελλάδας αποικίας χρέους» αστοχούν. Παραγνωρίζουν τη σημασία του χρέους στον νεοφιλελευθερισμό, καθώς και το γεγονός ότι χρέος δεν είναι μόνο το δημόσιο αλλά και το ιδιωτικό –ως προς το άθροισμα η Ελλάδα δεν είναι η πιο χρεωμένη. Αποτελούν κεντρώες απόψεις νομιμοποίησης της εθνικής αναδίπλωσης και οργάνωσης της απόσυρσης του «κοινωνικού προβλήματος» κάτω από τα στρώματα του «διακρατικού προβλήματος» και τις ιαχές της «εθνικής διεκδίκησης».

Η διαγραφή κατά 50% των ευρωπαϊκών δανείων δεν λύνει το πρόβλημα της «βιωσιμότητας». Οι πληρωμές μέχρι το 2020 κατευθύνονται κυρίως προς την ΕΚΤ και το ΔΝΤ. Το ουσιώδες είναι η χρονική κατανομή των πληρωμών –απαιτείται μία «παύση» πληρωμών, ένα σημαντικό χρονικό διάστημα «χωρίς χρέος». Μια τέτοια «παύση» διευρύνει σημαντικά τον χώρο άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής και επιτρέπει την ανακατεύθυνση υπαρκτών και δυνητικών πόρων προς την οργάνωση ενός «σοκ» ανάπτυξης και μείωσης της ανεργίας.

Αυτή η πρόταση αποτελεί αναγκαία μόνο συνθήκη, όχι ικανή, για να προχωρήσουμε πέραν της «λιτότητας» και του νεοφιλελευθερισμού. Για μια διαφορετική πορεία απαιτείται προφανώς και η αντιμετώπιση του ιδιωτικού χρέους. Γενικότερα ωστόσο, επειδή κάθε σχέδιο ανάπτυξης έχει ως θεωρητικό πυρήνα ένα σχέδιο διανομής, απαιτείται να τίθεται ως οργανωτική αρχή ο θεσμικός σχεδιασμός αναδιανομής πλούτου, εισοδημάτων και εξουσίας προς όφελος των κατώτερων τάξεων. Αυτό μόνο η κίνηση των ωφελούμενων μπορεί να το προωθήσει. Αυτό άλλωστε είναι και το μεγάλο θέμα του 21ου αιώνα, μετά την ιστορική αποτυχία του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος το 2008.



* Επίκουρος καθηγητής Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Κρήτης
ΠΗΓΗ:efsyn.gr